Mια ιστορία ερωτικού πάθους δεν μπορούμε να τη διηγηθούμε εκ των ένδον. Η παραφορά και η έκσταση που βιώνουν οι δύο εραστές μπορεί να τους φαίνονται μοναδικές (και είναι μοναδικές γι΄ αυτούς), αλλά, όταν κωδικοποιούνται γλωσσικά, ακόμα και με τον πιο ποιητικό τρόπο, δίνουν αμέσως την εντύπωση του κοινότοπου και του κιτς: το ερωτικό πάθος καθαυτό παύει τότε να είναι μια εντελώς ξεχωριστή, ανεπανάληπτη εμπειρία και, αδυσώπητα φιλτραρισμένο από ένα κοινόχρηστο μέσο όπως η γλώσσα, αποκαλύπτεται ως κάτι που έχει επαναληφθεί και θα επαναληφθεί αμέτρητες φορές σχεδόν πανομοιότυπα στη ζωή του ανθρώπινου είδους. Γι΄ αυτό οι σοβαροί, δηλαδή οι αληθινά παθιασμένοι εραστές δεν περιγράφουν ποτέ τις απόκρυφες λεπτομέρειες των ερώτων τους.

Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να διηγηθούμε υποκειμενικά το ερωτικό πάθος σήμερα, «στον καιρό της ειρωνείας», η οποία είναι η χολέρα της δικής μας εποχής ή, ίσως σωστότερα, ένα σύμπτωμά της. Γιατί, όπως ολόκληρος ο μεταμοντέρνος πολιτισμός μας, έτσι και οι ερωτικοί κώδικές του είναι μίμηση ή σύμφυρμα παλιότερων εκφραστικών προτύπων, παλιότερων «αφηγήσεων», ασύμμετρων με τη σημερινή πραγματικότητα· και η ειρωνεία (εδώ αυτοειρωνεία)

έγκειται στο ότι η μίμηση και η σύμφυρση είναι συνειδητές, γίνονται με ένα κλείσιμο του ματιού που υποδηλώνει ότι δεν μπορούμε πια να ταυτιστούμε εντελώς με αυτά που λέμε, ούτε όμως να επινοήσουμε μια άλλη, πιο αυθεντική γλώσσα για να πούμε αυτό που μας συμβαίνει. Ο Ουμπέρτο ΄Εκο παρατηρεί κάπου ότι, καθώς το «σ΄ αγαπώ» έχει γίνει σήμερα μια δήλωση νοθευμένη και ευτελισμένη από την ψεύτικη, γλυκερή περιπάθεια των χιλιάδων αισθηματολογικών μυθιστορημάτων και τηλεοπτικών σίριαλ, ένας ερωτευμένος θα μπορούσε να δραπετεύσει από αυτό το δίλημμα λέγοντας στην αγαπημένη του κάτι σαν «όπως θα έλεγε ο Λάλλα [ένας δημοφιλής Ιταλός συγγραφέας τέτοιων μυθιστορημάτων], σ΄ αγαπώ».

Η Αγγέλα Καστρινάκη λύνει το δικό της, λογοτεχνικό δίλημμα με ένα αξιοπρόσεκτο τέχνασμα: διηγείται την ιστορία της, μια ιστορία ερωτικού πάθους και απιστίας, εναλλάσσοντας την οπτική γωνία της ηρωίδας της (με την οποία, όπως επανειλημμένα αφήνει να εννοηθεί, έχει πολλά κοινά γνωρίσματα) με την οπτική γωνία της συγγραφέως που κατασκευάζει αυτή την ιστορία και παρατηρεί απ΄ έξω τη συμπεριφορά των χαρακτήρων της, σχολιάζοντάς τη με έναν δοκιμιακό λόγο διαποτισμένο από λεπτή ειρωνεία, αλλά και από μια αδιόρατη μελαγχολία. Χάρη στο τέχνασμα αυτό η Καστρινάκη καταφέρνει να αναπτύξει το θέμα του «έρωτα στον καιρό της ειρωνείας» αποφεύγοντας παγίδες όπως η ενδοσκοπική, εγωκεντρική φλυαρία από τη μια, η εύκολη, κυνική απομυθοποίηση από την άλλη. Η επιλογή δύο διαφορετικών μορφών λόγου είναι εύγλωττη έκφραση του διχασμού της συγγραφικής συνείδησης, απόλυτα ομοειδούς με τον διχασμό του κατά ΄Εκο ερωτευμένου που λέει «όπως θα έλεγε ο Λάλλα, σ΄ αγαπώ».

H ιστορία, αυτή καθαυτή, είναι τετριμμένη όσο δεν πάει άλλο. Η Μέλπω, μια περιβαλλοντολόγος κοντά στα σαράντα, παντρεμένη εδώ και δέκα χρόνια με έναν καθηγητή ακτινολογίας και μητέρα δύο μικρών παιδιών, γνωρίζει φευγαλέα σ΄ ένα ταξίδι της στη Θεσσαλονίκη τον Μάριο, έναν πενηντάρη δικηγόρο και ζωγράφο, παντρεμένο και αυτόν και πατέρα μιας κόρης στο τέλος της εφηβείας. Ανάμεσα στη Μέλπω και τον Μάριο αρχίζει μια ηλεκτρονική αλληλογραφία, που αποκτά όλο και πιο πολύ χαρακτήρα ανοιχτού φλερτ. Η Μέλπω ανεβαίνει ξανά στη Θεσσαλονίκη για να δει τον Μάριο και, έπειτα από μια αρχική αμηχανία, η ερωτική σχέση τους επισφραγίζεται, για να εξελιχτεί ταχύτατα σ΄ ένα θυελλώδες πάθος, με τη Μέλπω να ταξιδεύει ολοένα συχνότερα και με διάφορες προφάσεις προς συνάντηση του εραστή της. Η Μέλπω έχει όμως και ενοχές για τη διπλή ζωή της. Θέλει να αποκαλύψει στον άνδρα της την αλήθεια και αισθάνεται πως διευκολύνεται σ΄ αυτό, όταν μαθαίνει ότι κι εκείνος έχει αρχίσει, δειλά δειλά, μια σχέση με μια φοιτητριούλα από την Πάτρα. Προκύπτει έτσι ένα μοντέρνο, συναινετικό (στην πραγματικότητα μάλλον συμβιβαστικό) τετράγωνο ανάμεσα σε «πολιτισμένους» εραστές. Αλλά τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται, όταν Μάριος και Μέλπω διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να χαρούν όπως θέλουν τον έρωτά τους σ΄ αυτό το σχήμα. Ο Μάριος, λοιπόν, χωρίζει από τη γυναίκα του, η Μέλπω, πιο διστακτικά, αφήνει και αυτή τον άνδρα της, παρά τις εκκλήσεις του, και πηγαίνει να ζήσει με τον εραστή της στο εξοχικό του στη Χαλκιδική. Από την πρώτη μέρα όμως όλα στη σχέση τους της

Αγγέλα Καστρινάκη

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ

ΕΚΔ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2008, ΣΕΛ. 377, ΤΙΜΗ, 16 ΕΥΡΩ

φαίνονται τώρα διαφορετικά και καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει. Η Μέλπω επιστρέφει στη συζυγική εστία…

Τα ρομαντικά ονόματα Μέλπω και Μάριος μοιάζουν κωμικά στα συμφραζόμενα της ιστορίας. Εξίσου κωμικό φαίνεται και το πάθος τους, στο πλαίσιο της τακτοποιημένης, πολυάσχολης καθημερινότητάς τους, την οποία άλλωστε δεν θα ανατρέψει τελικά (τουλάχιστον στην περίπτωση της Μέλπως). Η ειρωνεία που είπαμε. Αλλά η Καστρινάκη δεν θέλει να γελοιοποιήσει τους χαρακτήρες της. Η ειρωνεία απορρέει από τις καταστάσεις, όχι από τα αισθήματα ή το ποιον των μυθιστορηματικών προσώπων. Πολύ εύστοχα η συγγραφέας επισημαίνει τον ρόλο που παίζει η ηλεκτρονική αλληλογραφία στη γένεση και τη φθορά των σημερινών ερωτικών σχέσεων: η συντομογραφική φύση των e-mails (και των sms) ευνοεί τον υπαινιγμό και την αμφισημία, που μπορεί να γεννήσουν αφ΄ ενός παρεξηγήσεις, αφ΄ ετέρου φαντασιώσεις αναντίστοιχες με την πραγματικότητα. Στην αλληλογραφία της Μέλπως με τον Μάριο συμβαίνουν και τα δυο. Σημαδιακά, ο σύζυγος της Μέλπως και η νεαρή φίλη του, που επικοινωνούν μέσω του συμβατικού ταχυδρομείου, θα διατηρήσουν μια πιο μακρόχρονη και μύχια, αν και πλατωνική πια σχέση. Ο ρασιοναλιστής, φαινομενικά στεγνός ακτινολόγος και η συγκρατημένη κοπέλα από την Πάτρα θα αποδειχτούν τελικά πιο ρομαντικοί από την ανήσυχη, παθιασμένη Μέλπω.

Tο βιβλίο αυτό αντανακλά ανεστραμμένο ένα άλλο, κλασικό μυθιστόρημα: τις Εκλεκτικές συγγένειες του Γκαίτε. Εκεί, είναι ο σύζυγος που φέρνει τη φουρτούνα στον γάμο, εξαιτίας του παράφορου έρωτά του για μια πολύ νέα κοπέλα, ενώ η σύζυγος έχει μια πλατωνική ερωτική φιλία με έναν φίλο του. Εκτός αυτού, το τέλος εκεί είναι τραγικό, ενώ εδώ πεζότατο. Πράγματι, από την εποχή του Γκαίτε (αλλά και της Πηνελόπης Δέλτα, της οποίας ο έρωτας για τον ΄Ιωνα Δραγούμη επίσης σχολιάζεται από τη συγγραφέα) έχουν αλλάξει πολλά στις ερωτικές σχέσεις. Η Καστρινάκη, που ήδη από τα διηγήματα του πρώτου βιβλίου της έδειχνε μια ιδιαίτερη ικανότητα να αναλύει πολύ λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις στη συμπεριφορά των ηρώων της, κάνει εδώ μια εξαιρετικά διορατική, καίρια παρατήρηση: ενώ σε παλιότερες εποχές το σώμα ήταν ταμπού, η ψυχή όμως ήταν ελεύθερη να «απατήσει», σήμερα το σώμα μπορεί να διατεθεί ερωτικά με ελαφριά καρδιά, αλλά η διαθεσιμότητα της ψυχής αντιμετωπίζεται πολύ πιο σοβαρά. Η Μέλπω χάνει την ψυχική ισορροπία της όχι επειδή απατά σεξουαλικά τον άνδρα της, αλλά επειδή είναι ερωτευμένη με άλλον. Από τη στιγμή όμως που η απιστία δεν έχει τον υλικό, αμετάκλητο χαρακτήρα μιας σωματικής πράξης, αλλά είναι μια ψυχική διάθεση, μπορεί και να σβήσει μαζί με αυτή τη διάθεση. ΄Ετσι, αντί για τραγικό τέλος έχουμε μια χωρίς δραματικές συγκρούσεις αποκατάσταση της ομαλότητας, που συνοδεύεται μάλιστα από την αναζωογόνηση της συζυγικής σχέσης.

Τι έφταιξε και ξεφούσκωσε τόσο απότομα το πάθος της Μέλπως για τον Μάριο; Η ξαφνική επαφή αυτής της σχέσης με την πραγματικότητα. ΄Οσο ο Μάριος αντιπροσώπευε ένα άλλο σύμπαν, όπου η Μέλπω δραπέτευε από την καθημερινότητά της, η σχέση αυτή είχε το άρωμα μιας εκστατικής περιπέτειας σε κάτι σαν τον κυβερνοχώρο (στον οποίο διαδραματιζόταν άλλωστε κατά ένα μεγάλο μέρος). Μόλις άρχισε όμως να γίνεται μια συμπαγής και ολική πραγματικότητα, που θα αντικαθιστούσε την προηγούμενη, κάθε λεπτομέρειά της ήταν τώρα ενοχλητική και ανησυχητική. Η Καστρινάκη παρακολουθεί αυτή τη μεταμόρφωση στις ωραιότερες, ίσως, αφηγηματικές σελίδες του μυθιστορήματός της, αυτές που περιγράφουν τις δύο πρώτες (και τελευταίες) μέρες της κοινής ζωής της ηρωίδας της με τον εραστή της στο εξοχικό της Χαλκιδικής.

Στο τέλος του μυθιστορήματος η συγγραφέας φαίνεται να αισθάνεται μια κάποια ντροπή, επειδή διάλεξε να ασχοληθεί με τον έρωτα ενώ γύρω μας χαλάει ο κόσμος, και προσπαθεί να δικαιολογηθεί γι΄ αυτό. Δεν θα έπρεπε. Ο έρωτας είναι και θα είναι πάντα ένα πολύ μεγάλο θέμα για τη λογοτεχνία. Με την προϋπόθεση ότι αντιμετωπίζεται στο πραγματικό του πλαίσιο, αυτό που διαμορφώνουν η εποχή, οι κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, οι μορφές ανθρώπινης συμπεριφοράς που απορρέουν από αυτές, και δεν διαστρεβλώνεται με ψευδαισθητικά στερεότυπα. Χρειάζεται άραγε να επισημάνουμε ότι το μυθιστόρημα της Καστρινάκη ειρωνεύεται, μεταξύ άλλων, την τόσο δημοφιλή στις μέρες μας ροζ λογοτεχνία;