Έχουμε ζήσει στην Ελλάδα αρκετές πολιτικές εξεγέρσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, στα εξήντα χρόνια που κύλησαν από τον εμφύλιο πόλεμο (διάστημα που συμπίπτει με την ηλικία μου, γι΄ αυτό ας μου επιτραπεί να κρίνω εφεξής και από τις προσωπικές εμπειρίες μου): τα Ιουλιανά του 1965, το Πολυτεχνείο το 1973, το κίνημα καταλήψεων του 1979, το πρωτόγνωρο ώς τότε ξέσπασμα βίας εκ των κάτω μετά τη δολοφονία του Καλτεζά το 1985. Αυτό που συνέβη όμως τον περασμένο μήνα ήταν η πρώτη κοινωνική εξέγερση. Το μαρτυρούν- αν δεν αρκούν η αίσθηση των περισσοτέρων μας και η εκτίμηση των ξένων, κατά τεκμήριο πιο ψύχραιμων παρατηρητών- η έκταση, η ένταση και η διάρκεια της διαμαρτυρίας, δυσανάλογες με την αφορμή της, το θεματικό εύρος των καινούργιων συνθημάτων που ακούστηκαν ή γράφτηκαν στους τοίχους εκείνες τις μέρες, η ποικιλία των κοινωνικών ομάδων που, αν δεν συμμετείχαν ή δεν επιδοκίμαζαν ανοιχτά, ανέχτηκαν στην αρχή ακόμα και τις τυφλές πράξεις καταστροφής με μια μάλλον ευμενή ουδετερότητα.

Κοινωνική εξέγερση σημαίνει ότι το υποκείμενό της δεν απορρίπτει απλώς την υπάρχουσα κατάσταση, αλλά ότι δεν αντέχει πια να ζει σ΄ αυτήν. Ενώ σε άλλες κινητοποιήσεις, με πιο ευδιάκριτο πολιτικό πρόσημο, τα αιτήματα και τα συνθήματα έχουν διαμορφωθεί από πολύ πιο πριν, γι΄ αυτό είναι συνήθως γνώριμα, οροθετημένα και τυποποιημένα, σ΄ αυτή την περίπτωση τα αιτήματα δεν έχουν πάρει ακόμα αποκρυσταλλωμένο σχήμα και τα συνθήματα γεννιούνται αυθόρμητα, γιατί η εύφλεκτη ύλη που είναι το συγκεχυμένο, αλλά πιεστικό αίσθημα του «δεν πάει άλλο έτσι» πυροδοτείται ξαφνικά από μια σπίθα όπως ήταν ο πυροβολισμός του Κορκονέα και βάζει φωτιά σ΄ έναν ολόκληρο τρόπο ζωής.

Αυτό ήταν που έκανε την έκρηξη τόσο τρομακτική, αλλά και με κάτι το αναστάσιμο. Χωρίς αμφιβολία, μπροστά μπροστά στην αλυσίδα των αιτίων βρίσκεται η επελαύνουσα οικονομική κρίση, που κάνει μια ήδη επισφαλή κοινωνική ύπαρξη ακόμα πιο αβέβαιη. Αλλά, από τη στιγμή που ξέσπασε η οργή, η λάβα της τροφοδοτήθηκε από όλα τα υλικά μιας γενικής δυσφορίας, που έφτανε από την αγανάκτηση για ένα προκλητικά διεφθαρμένο κράτος ώς την απαύδηση από μια κουλτούρα καταναλωτικών συμβόλων που υπόσχονται αίγλη και ευδαιμονία, αλλά το ατελεύτητο, αγχώδες και τελικά μάταιο κυνηγητό τους διευρύνει ολοένα το υπαρξιακό κενό και το κάνει ολοένα πιο αβάσταχτο. Μεταξύ πολλών άλλων πράξεων, η πυρπόληση του χριστουγεννιάτικου δέντρου, η εισβολή στο άδυτο της ΕΡΤ την ώρα που μεταδιδόταν η ομιλία του πρωθυπουργού και η «αμαύρωση» της καρτποσταλικά αποστειρωμένης εικόνας της Ακρόπολης προς τα εκεί δείχνουν. Η διακοπή της πρωθυπουργικής παρλάτας από τους μαθητές μού θύμισε, τηρουμένων των αναλογιών, το πλήθος που άρχισε ξαφνικά να σφυρίζει τον αποσβολωμένο ρήτορα ονόματι Τσαουσέσκου εκείνο τον άλλο Δεκέμβρη, του 1989. Το πολιτικό πλαίσιο διέφερε, η συμβολική σημασία ήταν η ίδια: η σχεδόν καρναβαλική απονομιμοποίηση της εξουσίας από τους υπηκόους.

Στον ατέλειωτο «κύκλο της Μεταπολίτευσης», που όλο κλείνει και όλο ξανανοίγει, ποτέ η Ελλάδα δεν κίνησε τόσο έντονα και τόσο παρατεταμένα το ενδιαφέρον των ξένων αναλυτών όσο αυτό τον καιρό. Και ήταν ολοφάνερο το μείγμα δέους και θαυμασμού που παρήγαγε η ελληνική εξέγερση. Γιατί μπορεί η Ελλάδα να είναι ακραία περίπτωση, όπως παρατήρησε ένας Γερμανός δημοσιογράφος, αλλά είναι η άκρη ενός κοινωνικού και πολιτισμικού συνεχούς που καλύπτει ολόκληρο τον δυτικό κόσμο και διαχέεται πέρα από τις παρυφές του. Η επίγνωση ότι το πρόβλημα (ή το αδιέξοδο) είναι κοινό και ότι μια τοπική έκρηξη της συσσωρευμένης δυσφορίας μπορεί εύκολα να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις αποτυπώθηκε και αυτή πολύ καθαρά στους τοίχους της Αθήνας: ποτέ άλλοτε μια κινητοποίηση από εσωτερική αφορμή δεν άφησε τόσο πολλά γραπτά συνθήματα σε ξένες γλώσσες, προπαντός στα αγγλικά (πράγμα το οποίο απηχεί και ένα κάποιο ροκ στοιχείο, που ενυπήρχε στην εξέγερση).

Αλλά η Ελλάδα αποτελεί πράγματι ακραία περίπτωση. Αυτή η χώρα, που υποτίθεται ότι δεν είναι πια φτωχή και ότι απολαμβάνει σήμερα πλήρως τα αγαθά της δημοκρατίας, οδηγήθηκε από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές της ελίτ σ΄ ένα σημείο όπου περισσότεροι παρά ποτέ κάτοικοί της δεν επιθυμούν να ζήσουν σ΄ αυτή, γιατί δεν αντέχουν άλλο την αναξιοκρατία, τη διαφθορά, την αυτο-απαξίωση όλων των θεσμών και την καταπάτηση κάθε κανόνα ομαλής λειτουργίας μιας πολιτείας. Διάβαζα τις προάλλες μια συνέντευξη του Κώστα Κατσουράνη, του διεθνή ποδοσφαιριστή που αγωνίζεται εδώ και δυόμισι χρόνια στην Πορτογαλία. Είπε ότι η Ελλάδα είναι λύση έσχατης ανάγκης για τη συνέχιση της καριέρας του και το ιδανικό γι΄ αυτόν θα ήταν να μην επιστρέψει καθόλου. Το ίδιο ακούω από πολλούς ΄Ελληνες όλων των επαγγελματικών τάξεων, που ξενιτεύονται τα τελευταία χρόνια. ΄Ολοι οι ΄Ελληνες μετανάστες που γνώριζα στη Γερμανία τη δεκαετία του 1970 νοσταλγούσαν την «Ελλαδίτσα» και ονειρεύονταν να γυρίσουν σ΄ αυτήν, αφού θα είχαν βάλει στην άκρη κάποια λεφτά. Σήμερα, ακόμα και ένας ΄Ελληνας μετανάστης όπως ο Κατσουράνης, που σίγουρα έχει τακτοποιηθεί οικονομικά διαπαντός χάρη στο ποδόσφαιρο, δεν θέλει με τίποτα να επαναπατριστεί. Εκεί έχουν καταντήσει την πατρίδα μας αυτοί που τη διοικούν.

Μία λέξη, που δεν έλειπε ποτέ από το συνθηματολόγιο παλιότερων εξεγέρσεων, δεν σχηματίστηκε ούτε μία φορά στους τοίχους ή στα στόματα των διαδηλωτών κατά τη διάρκεια της τελευταίας: η λέξη «λαός». Το θεωρώ αυτό σημάδι ρεαλισμού και προάγγελο μιας σύγχρονης, φρέσκιας πολιτικής συνείδησης. Η παλιά εικόνα του μυστακοφόρου, λιπόσαρκου πλην ευσταλούς και λεβέντη τσολιά, που αντιπροσώπευε γύρω στο 99 % των Ελλήνων και είχε καθισμένο στον σβέρκο του έναν τρυφηλό τύπο με πάχος αντιστρόφως ανάλογο του ποσοστού του στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας, δεν είναι απλώς παρωχημένη, σε όλες τις παραλλαγές της, είναι και αντιδραστική, γιατί συσκοτίζει την πραγματικότητα με μια λαϊκιστική φαντασίωση πρόσφορη για κάθε λογής εκμετάλλευση. Εγκαταλείποντας αυτή τη ρητορικά φορτισμένη, αλλά άδεια πια έννοια, οι εξεγερμένοι του Δεκέμβρη έδειξαν ότι βλέπουν πολύ καθαρότερα την «κοινωνία των 2/3». Δεν πλήττεται όλος ο «λαός» από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και το πελατειακό σύστημα. Υπάρχουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που βολεύονται ή και ωφελούνται σ΄ αυτές τις συνθήκες, είτε λόγω κοινωνικών προνομίων είτε λόγω σταθερών κομματικών διασυνδέσεων είτε λόγω συναλλαγών συντεχνιακού χαρακτήρα είτε ακόμα και απλώς λόγω ελληνικής ιθαγένειας. Οι καινούργιες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες θα περιλαμβάνουν φαινομενικά ανόμοιες ομάδες, που βρίσκονται όμως από την πλευρά των καταδικασμένων να υφίστανται ή να υποστούν προσεχώς τις συνέπειες ενός άδικου και στην πραγματικότητα βαθιά παράλογου μοντέλου ανάπτυξης.

Κανένας, νομίζω, δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως τα γεγονότα του Δεκέμβρη θα αλλάξουν άμεσα κάτι ουσιαστικό στην πορεία της χώρας. Αποτελούν όμως ένα πελώριο συμβολικό ορόσημο, το οποίο θα επιδράσει καταλυτικά σε συνειδησιακές διεργασίες που βρίσκονταν ήδη από πριν σε εξέλιξη και αφορούν πολύ κόσμο. Μια ολόκληρη κουλτούρα, η κουλτούρα της καταναλωτικής βουλιμίας, της επίδειξης, της ιδιώτευσης και του «να καλοπερνάμε πλήττοντας με στιλ», η κουλτούρα της λογοτεχνίας δωματίου, των μαμάδων βορείων προαστίων και της μεταμοντέρνας διανοητικής ταχυδακτυλουργίας, η κουλτούρα του φανταχτερού τίποτα πνέει τα λοίσθια. Οι άνθρωποι αρχίζουν να βγαίνουν από το επίχρυσο κουκούλι τους, να διασταυρώνουν τα βλέμματά τους και να ανακαλύπτουν σ΄ αυτά κοινές αγωνίες απέναντι σε μια πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούν πια να κρυφτούν.

Μπορεί, αν και δεν το βρίσκω πιθανό, να ήταν η ιδέα μου, αλλά και σ΄ αυτήν ακόμα την περίπτωση κάτι θα σήμαινε ότι εκείνες τις ημέρες του Αρμαγεδδώνα έβλεπα γύρω μου φιλικά πρόσωπα και ζεστές χειρονομίες που μου είχαν λείψει για πολύ, πολύ καιρό στην αθηναϊκή καθημερινότητα.