ΠΑΙΓΝΙΩΔΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΛΙΒΕΛΛΟΙ, ΣΑΤΙΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΩΤΙΖΟΥΝ ΕΝΑΝ
ΣΟΛΩΜΟ ΠΟΥ ΕΚΠΛΗΣΣΕΙ ΜΕ ΤΗ ΔΡΙΜΥΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ. ΜΑΥΡΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΜΕΤΑΞΥ
ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ, «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ», ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΕΜΠΝΕΥΣΘΗΚΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΓΓΕΝΙΣΣΑ ΤΟΥ
«φωνή» της Γυναίκας της Ζάκυθος).

Από τα νεανικά του χρόνια στη Ζάκυνθο ο Διονύσιος Σολωμός ασχολείται με τη σάτιρα και είναι χαρακτηριστική μια σειρά από παιγνιώδη ποιήματα («Η Πρωτοχρονιά», «Το Ιατροσυμβούλιο», «Η Βίζιτα»), όπου διακωμωδεί τα ελαττώματα τού πολύ αγαπητού του γιατρού Ροΐδη και τις ποιητικές του βλέψεις. Από τον ευθυμογραφικό εν γένει τόνο των ποιημάτων αυτών, γραμμένων άλλοτε σε γλώσσα μεικτή ελληνική και ιταλικά, με αρκετούς ιδιωματικούς ζακυνθινούς τύπους, άλλοτε στα ιταλικά, τα πράγματα ορισμένες φορές απογειώνονται και φτάνουν στα όρια του λίβελλου, όπως π.χ. στο ιταλόγλωσσο σύνθεμα «Προς τον εντιμότατο Δρ Διονύσιο Κόντε Ροΐδη Καθηγητή κι΄ εγώ δεν ξέρω σε τι»: «Τώρα λοιπόν, ω μύξα, τί σου μένει πια; Η πετριά πως είσαι ποιητής· και κάνεις στίχους ελεεινούς, στίχους που τους παινεύουν όλοι καταπώς σε παινεύω τώρα εγώ./ Κανένας δεν το πιστεύει όταν λες πως κολλάς τις ρίμες στο φτερό και πως τις κάνεις χέζοντας· εγώ δεν το πιστεύω, γιατί είναι σα ζεστές κουράδες» ( Άπαντα τ.Β΄)

Το 1826 στο «Όνειρο» έχουμε όμως το πρώτο εγχείρημα του Σολωμού για σάτιρα σοβαρού κοινωνικού περιεχομένου, καθώς στόχος του είναι ο τοκογλύφος Ιωάν. Μαρτινέγκος και η ηθική διαφθορά που εκπροσωπεί. Το ποίημα οργανώνεται με τον αφηγητή να βλέπει δήθεν ένα όνειρο πως το φάντασμα του αδέκαστου τιμωρού κάθε αδικίας και ηλιθιότητας, παπά Νικολού Κουτούζη, ενοχλημένο από την έκθεση του φέρετρου του Μαρτινέγκου στην εκκλησία της Φανερωμένης, όπου είχε ταφεί ο ίδιος, ξεσπά εναντίον του νεκρού τοκογλύφου, ο οποίος «σώζεται» κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, όταν ξυπνά ο αφηγητής (την αφηγηματική αυτή σκηνοθεσία θα χρησιμοποίησει ο Σολωμός και αργότερα): «-Έτσι λέοντας μεγαλώνει/ Τη φωνή του και θυμώνει:/ “Μα καλό ΄ναι πλούσιος νά ΄σαι,/ Και ποτέ να μη θυμάσαι/ Πως στους δρόμους αϊλογάνε/ Κάποιοι μαύροι που πεινάνε;/ Όταν έπλασαν τα χέρια,/ Που σκορπίσανε τ΄ αστέρια,/ Του θνητού τα σωθικά,/ (Και τα πλάσανε καλά),/ Πρώτ΄ απ΄ όλα τ΄άλλα πάθια/ Τσου έχουν βάλει τη Συμπάθεια·/ Και την έδιωξες εσύ,/ Σαν τη χήρα τη φτωχή,/ Απ΄ τη νιότη σου την πρώτη,/ Για να βάλης τη Σκληρότη·/ Αυτή σόλεε να ζητάς/ Το ψωμί της φτωχουλιάς,/ Και το διάφορο να θες/ Τρεις και τέσσερες φορές./ Κι ο φτωχός, αποριμένος,/ Σ΄ εσέ ΄ρχότουν τρομασμένος,/ Για να πη με το θλιμμένο/ Χείλο: Τόχω πλερωμένο!/ Και στα πόδια σου να ρίξη/ Κλάψες μύριες, και να δείξη/ Τ΄ αχαμνά τα γερατειά του,/ Τη γυναίκα, τα παιδιά του,/ Και του ρούχου τα ξεσκλίδια·/ Και τ΄ αμόλαες κερατίδια![…]/ Κι΄ έτσι μ΄ όλο σου τ΄ ασήμι/ Μνέσκεις άκλαφτο ψοφίμι·/ Όπως έζησες πεθαίνεις/ Κι εκεί μέσα ο ίδιος μένεις,/ Με ξεμυτερά τα νύχια/ Μαθημένα στα προστύχια·/ Θέλω να σε ιδώ, σκυλί!/ […]» ( Άπαντα, τ.Α΄).

Το 1826, την ίδια εποχή με το «Όνειρο», ο Σολωμός συνθέτει τη Γυναίκα της Ζάκυθος, ένα «Mπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσίμπλα της γουρούνας!». Κι όμως είναι Σολωμός (με τη ιδιότυπο σατιρικό ποίημα με κοινωνική και πολιτική στόχευση, γραμμένο σε πεζό στίχο και χωρισμένο σε κεφάλαια, κάτι που μεταξύ άλλων έκανε τους μελετητές να το θεωρήσουν πεζογράφημα [ο γράφων υποστήριξε ότι είναι ποίημα (Δημ. Αγγελάτος, Το αφανές ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, Η Φυναλίκα της Ζάκυθος , Αθήνα, Βιβλιόραμα, 1999)]. Ο συγκεκριμένος τύπος στίχου της Γυναίκας της Ζάκυθος ανακαλεί εκείνον της βιβλικής παράδοσης και ένα πιο κοντινό μέσα στον χρόνο πρότυπο, τη λατινικά γραμμένη Υπερκάλυψη του U. Foscolo* (1815), μια βίαιη επίθεση εναντίον λογίων και συγγραφέων της Ιταλίας για την αντεθνική συμπεριφορά τους (συνεργάστηκαν με τους κατακτητές Αυστριακούς). Το εμβληματικό αυτό κείμενο πρωτοεκδόθηκε έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του. Και το περασμένο καλοκαίρι αποδόθηκε για πρώτη φορά στην καθομιλουμένη, από τον συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλο (Κλασική Βιβλιοθήκη του Νέου Ελληνισμού, «ΤΑ ΝΕΑ») ο οποίος δέχθηκε πάντως δριμύτατες κριτικές για την πρωτοβουλία του.

Στο επίκεντρο του σολωμικού ποιήματος βρίσκεται μια γυναίκα ανώτερης, όπως φαίνεται, κοινωνικής τάξης, η αντεθνική και ανήθικη συμπεριφορά της οποίας τοποθετείται στα κρίσιμα χρόνια για την έκβαση μιας από τις ηρωικότερες σελίδες του αγώνα του 1821, της πολιορκίας του Μεσολογγίου (μεταξύ 1825 και 1826). Η παλαιότερη κριτική ασχολήθηκε με τη διακρίβωση της ταυτότητας του προσώπου, από ορισμένους όμως (όπως τον πρώτο εκδότη του κειμένου Κ. Καιροφύλλα, το 1927, και λίγο αργότερα από τον Κ. Βάρναλη) υποστηρίχθηκε η αλληγορική εκδοχή. Πολύτιμη είναι η πληροφορία του Ζακυνθινού λόγιου Σπυρ. Δεβιάζη ότι ο αδελφός του ποιητή, Δημήτριος τού είχε πει ότι «ο αδελφός του έγραψεν το έργο αυτό εις στιγμήν οργής και ότι η “κακή γυναίκα” ήτο μία στενοτάτη συγγενής του, την οποίαν όμως ο αδελφός του ποιητού δεν ήθελε να του ονομάσει». Πολύτιμη και η μαρτυρία τού καλά πληροφορημένου Δημ. Ροντάκη (1902) από τον κύκλο του Ιάκωβου Πολυλά, ότι η γυναίκα «ήταν μια στενή του συγγένισσα· χωρίς να την ονομάση αλλιώς ο Σολωμός την κατακρένει με τα μαυρίτερα χρώματα, γιατί αυτή η Κυρία εκαταφρονούσε κ΄ έδιωχνε τους Μεσολογγίτες πρόσφυγες που εζητούσαν ελεημοσύνη στη Ζάκυνθο τον καιρό της πολιορκίας».

Ο Σολωμός μετά το 1826 θα επεξεργαστεί τη Γυναίκα δύο ακόμα φορές, το 1829 και το 1833. Ο σατιρικός χαρακτήρας του έργου υποχωρεί το 1829, καθώς ο ποιητής μεταθέτει το φάσμα των καταγγελιών σε βάρος της ηρωίδας, μετασχηματίζοντάς την σε απειλή κατά ολόκληρου του έθνους, που αποδίδεται πλέον ως προφητεία. Σχεδιάζει μάλιστα επί τούτου μια «Είδηση για τον αναγνώστη», σύμφωνα με την οποία το κείμενο, γραμμένο εκατό και πλέον χρόνια νωρίτερα, από τον Κερκυραίο ιερομόναχο Σολωμό, θα έπεφτε στα χέρια του επίσης ιερομόναχου Διονυσίου, αφηγητή στο αρχικό κείμενο του 1826. Η προβολή της προφητικής διάστασης του έργου και η πιο επεξεργασμένη αφηγηματική δομή του, συνδέονται ασφαλώς με τα συνθετικά, υψηλής απόβλεψης, εγχειρήματα του Σολωμού, που πυκνώνουν στα αμέσως επόμενα χρόνια με τον Κρητικό και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Η τρίτη επεξεργασία του κειμένου, το 1833, προωθεί έναν μεταφυσικό χαρακτήρα, καθώς εμφανίζεται ο Διάβολος (στην αρχή, στη μέση και στο τέλος των τεκταινομένων) και κορυφώνεται η αντιπαράθεση Καλού-Κακού. Οι σχεδιαζόμενες ωστόσο σκηνές και οι σχετικές σημειώσεις του ποιητή στο χειρόγραφο, δείχνουν ότι τα πράγματα γυρίζουν πάλι στην προσωπική σάτιρα. Στόχος του Σολωμού εδώ, είναι ο Ναπολέων Ζαμπέλης, ένας από τους δικηγόρους του Ιωάννη Λεονταράκη, ομομήτριου αδελφού του ποιητή και του Δημήτριου, στη γνωστή οκογενειακή δίκη, το 1833.