ΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΤΟΝ ΑΣΗΚΩΤΟ ΜΑΝΔΥΑ ΤΗΣ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΙΧΕ ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΣΕΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΟΥΣ, ΜΠΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ ΚΑΙ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ, ΕΝ ΤΟΥΤΟΙΣ Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ 20ΕΤΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΕΝΑΣ «ΒΑΡΥΣ» ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Ο Β. ΓΚ. ΖΕΜΠΑΛΝΤ
Mετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Οι Ξεριζωμένοι (βλ. κριτική της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου στο Βιβλιοδρόμιο, 3.2.2007) οι Εκδόσεις Άγρα προσφέρουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τη δυνατότητα να διαβάσει και το opus magnum του Β. Γκ. Ζέμπαλντ, το Αούστερλιτς, που ήταν και το τελευταίο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πριν από τον άδικο χαμό του σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 2001. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου με το παράξενο όνομα Ζακ Αούστερλιτς, τον οποίο ο αφηγητής του βιβλίου συναντά τυχαία για πρώτη φορά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αμβέρσας αναπτύσσοντας μαζί του μια ιδιόμορφη σχέση, η οποία χαρακτηρίζεται από τις άτακτες συναντήσεις τους σε διάφορα σημεία της ευρωπαϊκής ηπείρου και τις βαθμιαίες εξομολογήσεις τού Αούστερλιτς στον άγνωστο συνοδοιπόρο για την καταγωγή του και την πορεία της ζωής του. Ο αφηγητής του βιβλίου, για το ποιόν του οποίου δεν πληροφορούμαστε απολύτως τίποτα, συναντά τον Αούστερλιτς τις περισσότερες φορές εντελώς τυχαία (κάτι που δίνει στον παράγοντα «σύμπτωση» κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας) μοιάζοντας να έχει αναλάβει εκούσια τον ρόλο ωτακουστή των εμπειριών του, αλλά κυρίως την ευθύνη της ανασύστασης μιας ολόκληρης ζωής- της ζωής του Αούστερλιτς- με τη βοήθεια των λέξεων.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει η ίδια η αφήγηση και ο δύσκολος, αλλά ιδιαίτερος τρόπος της, με τις μακροσκελείς προτάσεις, την παντελή έλλειψη παραγράφων και τη χαμηλόφωνη και διακριτική παρουσία του ίδιου του συγγραφέα-αφηγητή, ο οποίος, όμως, έχει και τον σημαίνοντα ρόλο να καταγράψει με λέξεις όσα ο Αούστερλιτς τού έχει αφηγηθεί προφορικά. Πολλές φορές η πιστότητα της προφορικής μαρτυρίας αμφισβητείται καθώς περνάει από στόμα σε στόμα μέχρι να φτάσει στον συγγραφέα και να πάρει τη μορφή του γραπτού λόγου.

Η αφήγηση

Στα διηγούμενα, μοιάζει να υποστηρίζει ο Ζέμπαλντ, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος μιας μερικής ή ολικής παραποίησης, γι΄ αυτό και συχνά χρησιμοποιεί λέξεις όπως «νομίζω» ή «μου φαίνεται» για να τονίσει τη σχετικότητα της προφορικής μαρτυρίας. Πολλές φορές τα γεγονότα πριν αποκρυσταλλωθούν γραπτώς έχουν περάσει μέσα από τρία διαφορετικά πρόσωπα: ενός πρώτου αφηγητή, του Αούστερλιτς και του ίδιου του συγγραφέα. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο όπου ο ήρωας του βιβλίου μαθαίνει την ιστορία της οικογένειάς του από τη Βιέρα, παλιά φίλη της μητέρας του:

«… η γαλαζωπή ακουαρέλα με τα βοημικά όρη, οι γλάστρες με τα λουλούδια στο περβάζι του παραθύρου, όλα αυτά είχαν μείνει στη θέση τους καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής μου, που τώρα ορμούσε μέσα μου, γιατί η Βιέρα, όπως μου είπε, είπε ο Αούστερλιτς, από τότε που έχασε εμένα και τη μητέρα μου, που την είχε σχεδόν σαν αδελφή της, δεν άντεχε πια καμία αλλαγή.» [Σ. 159]

Η έννοια και ο τρόπος της καταγραφής, είτε αυτή είναι γραπτή, είτε γίνεται με άλλα μέσα (πχ. κινηματογράφος, ζωγραφική, φωτογραφία) παίζει κεντρικό ρόλο στην πεζογραφία του Ζέμπαλντ. Μέσω αυτής ο συγγραφέας θεωρεί ότι πλησιάζει κάτι που ο ίδιος ονομάζει «μεταφυσική της ιστορίας», μια κατάσταση, με άλλα λόγια, κατά την οποία «το αντικείμενο της θύμησης ζωντανεύει και πάλι» μέσα στο ίδιο αυτό μέσο που το έχει απαθανατίσει. Στην ιστορία του Αούστερλιτς το «αντικείμενο» αυτό δεν είναι δευτερεύον, δεν είναι απλώς ένα θραύσμα μιας προσωπικής πορείας, αλλά πολύ περισσότερο η ίδια η ζωή που παλεύει να σωθεί από μια ολοκληρωτική λήθη.