Οι ιδεολογικές τοποθετήσεις των εκάστοτε κυβερνώντων, ο βαθμός κυρίως του συντηρητισμού που επικρατεί συχνά, η παρεμβολή όχι σπάνια σκοπιμοτήτων με ποικίλη προέλευση, σε συνδυασμό συνήθως με εντονότατες κομματικές αντιπαραθέσεις, παίζουν τον κύριο ρόλο στην έγκριση ή απόρριψη κάποιου εγχειριδίου ανεξάρτητα από την ποιότητα του περιεχομένου του.

Μια κλασική περίπτωση απαράδεκτης αντιμετώπισης σχολικού εγχειριδίου κυρίως από το κράτος, που είναι σχεδόν άγνωστη ή ξεχασμένη, υπήρξε εκείνη του βιβλίου του Κώστα Καλοκαιρινού: Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία 146 π.Χ.1453 μ.Χ., που γράφηκε κατά την περίοδο της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης των ετών 1964-65, πολεμήθηκε με τυφλό φανατισμό από την αντιπολίτευση κι αποσύρθηκε από την κυκλοφορία από την κυβέρνηση της αποστασίας.

Επειδή η θλιβερή ιστορία του βιβλίου της Στ΄ Δημοτικού συγκρίθηκε πρόσφατα- έστω και μεμονωμένες φορές- με την περίπτωση του βιβλίου του Καλοκαιρινού θεωρώ απαραίτητο να τονίσω ότι η σύγκριση αυτή είναι άστοχη γιατί πρόκειται για εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι το βιβλίο της Στ΄ Δημοτικού δεν είναι δυνατόν να υποβληθεί σε οποιαδήποτε σύγκριση γιατί αποτελεί όχι ανεξήγητη δυστυχώς αλλά πάντως μοναδική ίσως περίπτωση σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις όπου στην αξιολόγησή του συμπίπτουν απόψεις άκρως αντίθετων ιδεολογικών παρατάξεων. Το βιβλίο του Καλοκαιρινού γράφηκε με πραγματικά ανανεωτικό πνεύμα ακολουθώντας τα αντίστοιχα εγχειρίδια χωρών που βρίσκονταν στην πρωτοπορία του εκπαιδευτικού κινήματος. Με εύστοχο χειρισμό της οικονομίας της ύλης, παρά την τεράστια ιστορική περίοδο που έπρεπε να καλύψει, κατόρθωσε να δώσει σωστή και επαρκή πληροφόρηση και για θέματα οικονομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, παρ΄ όλο που επρόκειτο για εγχειρίδιο καθαρώς πολιτικής Ιστορίας.

Γραμμένο σε ζωντανό και ευθύβολο λόγο, κυρίως με σωστή αξιολόγηση γεγονότων και καταστάσεων, πέτυχε να παρουσιάσει την ανέλιξη της ιστορικής περιόδου χωρίς κενά. Η παράθεση εισαγωγών, ανακεφαλαιώσεων και αποσπασμάτων πηγών, αλλά και κειμένων μεταγενέστερων συγγραφέων, έγινε με στόχο να προκύψει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε σε διάφορες εποχές η κάθε συγκεκριμένη περίοδος και να προκληθεί συζήτηση και προβληματισμός στην τάξη.

Η αντιπολίτευση άσκησε δριμύτατη επίθεση εναντίον του βιβλίου υποστηριζόμενη από την πλειονότητα των καθηγητών τής άκρως συντηρητικής τότε Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και από πρώην διοικητικά στελέχη του υπουργείου. Επρόκειτο για μια ενορχηστρωμένη επίθεση, ενταγμένη στον γενικότερο πόλεμο εναντίον της Μεταρρύθμισης των ετών 1964-65 από κάθε συντηρητικό στοιχείο που διέθετε τότε ο τόπος. Η ανάληψη μάλιστα της εξουσίας από τους αποστάτες ένωσε κυβέρνηση και αντιπολίτευση στον αγώνα αυτό.

Και εδώ αποκαλύπτεται ο βαθμός και το είδος του παρεμβατικού ρόλου του υπουργείου Παιδείας, στον οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω. Ο υπουργός της αποστασίας Στέλιος Αλαμανής, ενώ το βιβλίο είχε εγκριθεί παμψηφεί από τη νόμιμη επιτροπή κρίσεως, συγκρότησε αντικανονικά (παραβαίνοντας το άρθρο 3 & 7 του υπ΄ αριθμ. 534

Β.Δ. περί συγγραφής και κρίσεως διδακτικών βιβλίων), Ειδική Επιτροπή για νέα κρίση του βιβλίου.

Ό,τι έκαμε τότε αλγεινή εντύπωση ήταν η εμπλοκή σοβαρών επιστημόνων (Ζακυθινός, Καραγιαννόπουλος, Κουρνούτος- γ. γρ. υπ. Παιδείας και ιστορικός) στον πόλεμο αυτό, οι οποίοι λόγω συντηρητισμού αλλά κυρίως για να φανούν αρεστοί στην κυβέρνηση ανέλαβαν ως μέλη της Ειδικής Επιτροπής να στηρίξουν επιστημονικά τον πόλεμο εναντίον του βιβλίου με αποτέλεσμα να προβάλουν ως αδυναμίες και λάθη, απόψεις που οι ίδιοι είχαν υποστηρίξει σε μελέτες τους, αλλά και άλλες απόψεις που είχαν υποστηριχθεί από κορυφαίους Ευρωπαίους βυζαντινολόγους και τελικά να καταδικάσουν το βιβλίο.

Η καταδίκη αυτή δημιούργησε ισχυρότατη αντίδραση. Εκπαιδευτικοί, σύλλογοι γονέων, μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης, φοιτητικοί σύλλογοι και σύσσωμος ο δημοκρατικός κόσμος επέμεναν να μην αποσυρθεί το βιβλίο. Και ενώ όλοι μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους, ο υπουργός απαγόρευσε στα μέλη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που υφίσταντο τις δριμύτερες επιθέσεις, να απαντήσουν στην καταδικαστική Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής. Μόνο αφού η όλη υπόθεση έφθασε στον εισαγγελέα, εδέησε να τους επιτραπεί η δημοσίευση της απάντησης, αφού, όμως, είχε πλέον υπογραφεί το έγγραφο της απόσυρσης του βιβλίου. Ας σημειωθεί εδώ ότι η απάντηση των μελών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ήταν ήδη γνωστή στον υπουργό, στον οποίο είχε σταλεί πολύ νωρίτερα με την ελπίδα ότι η απόδειξη της σαθρής επιχειρηματολογίας της Έκθεσης θα τον επηρέαζε στην απόφασή του… Νομίζω πως πρόκειται για εύγλωττο παράδειγμα καταστροφικής πολιτικής του τότε υπουργείου Παιδείας, που όχι μόνο απέρριψε μια σημαντική ανανεωτική προσπάθεια, ενταγμένη γενικότερα στο πνεύμα της Μεταρρύθμισης εκείνης, αλλά και αγνόησε πλήρως τη γνώμη της φωτισμένης μερίδας του ελληνικού λαού.

ΥΓ: (σ.σ.) Το βιβλίο του Καλοκαιρινού πολτοποιήθηκε από τη χούντα όπως όλα τα βιβλία που γράφηκαν στην περίοδο της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης των ετών 1964-65.Επανήλθε στα σχολεία μετά τη μεταπολίτευση,το 1980,επί υπουργίας Κοντογιαννόπουλου,ως εγχειρίδιο μάλιστα της Β΄ Λυκείου και όχι της Β΄ Γυμνασίου,φορτωμένο όμως με υποχρεωτικές προσθήκες σε θέματα βυζαντινής τέχνης (με αγίους και εκκλησίες δηλαδή) που άλλαξαν τις ισορροπίες του,για να ξανα-αποσυρθεί το 1981 και να επανέλθει το 2002, ξανακομμένο και ξαναραμμένο, (με καινούργιο εξώφυλλο) προσπαθώντας να μιμηθεί φροντιστηριακό εγχειρίδιο.Το παράδοξο των σχολικών εγχειριδίων σε όλο του το μεγαλείο!

Η Έλλη Γιωτοπούλου- Σισιλιάνου ήταν υπεύθυνη του συγκεκριμένου βιβλίου, ως μέλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (με πρόεδρο τον Ι. Κακριδή), από τον Φεβρουάριο του 1965 έως τη χούντα.

Έκαμε αλγεινή εντύπωση η εμπλοκή σοβαρών επιστημόνων, οι οποίοι για να φανούν αρεστοί στην κυβέρνηση, ανέλαβαν να στηρίξουν επιστημονικά τον πόλεμο εναντίον του βιβλίου του Καλοκαιρινού με αποτέλεσμα να προβάλουν ως αδυναμίες και λάθη απόψεις που οι ίδιοι είχαν υποστηρίξει σε μελέτες τους

Έλλη Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου