«ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΟΥ
ΕΙΠΕ ΠΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ
ΤΟΝ ΒΟΗΘΑΕΙ
ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΗ
ΛΥΤΡΩΣΗ. ΤΟΥ
ΑΠΑΝΤΗΣΑ ΠΩΣ
ΔΕΝ ΣΥΜΦΩΝΩ.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ
ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ Η
ΠΟΙΗΣΗ, ΕΙΝΑΙ
ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ
ΤΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ
ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ
ΜΑΣ», ΣΗΜΕΙΩΝΕΙ Ο ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γενέτειρα: Θεσσαλονίκη 1931. Σπουδές/ Σταδιοδρομία: O Ντίνος Χριστιανόπουλος (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) σπουδάζει κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αρχικά εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης και στη συνέχεια ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος», ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά της εποχής (η έκδοσή του ανεστάλη το 1983), τις ομώνυμες εκδόσεις (πάνω από 150 τίτλοι ελληνικής και μεταφρασμένης λογοτεχνίας) και τη «Μικρή Πινακοθήκη» που σκοπό είχε την προβολή και ανάδειξη Θεσσαλονικέων καλλιτεχνών. (Μόνιμοι συνεργάτες σε αυτά τα πολύπλευρα εγχειρήματα, ο αξιόλογος ζωγράφος Κάρολος Τσίζεκ και ο τυπογράφος Νίκος Νικολαΐδης). Δεν βραβεύτηκε ποτέ. Η αντίθεσή του σε κάθε είδους τιμητική διάκριση είναι γνωστή και δηλώνεται στο μαχητικό κείμενό του «Εναντίον», στο οποίο μεταξύ άλλων γράφει: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατωτέρου μου- και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από τη συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβεία σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικάκαι κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας». Το γνωρίζατε; Η αγάπη του Χριστιανόπουλου για το ρεμπέτικο δεν αποτυπώνεται μόνο σε πολλά μελετήματα, αλλά σαρκώνεται το 1988 στο λαϊκό συγκρότημα «Η παρέα του Τσιτσάνη», με εμπνευστή και τραγουδιστή τον ίδιο. Το 1994 κυκλοφορεί «Το αιώνιο παράπονο», με δέκα τραγούδια σε στίχους και μουσική δική του.

Κριτική ετυμηγορία: Πολλοί κριτικοί επιμένουν λανθασμένα να υπερτονίζουν τις οφειλές του Χριστιανόπουλου στον Καβάφη, περιορίζοντας την εμβέλεια της ποίησής του στην «ομοφυλοφιλική» θεματική πολλών ποιημάτων του. Αν και ο Καβάφης έχει αδιαμφισβήτητα επιδράσει δραστικά στη διαμόρφωση του ύφους του- καθαρότητα στον λόγο, χρήση πεζολογικών στοιχείων, εξομολογητικός τόνος, κ.λπ.- (ο ίδιος μάλιστα τον μνημονεύει επανειλημμένως στα δοκίμιά του ως τον σημαντικότερο ποιητή στο εικονοστάσιό του), εντούτοις ο ερωτισμός του Χριστιανόπουλου είναι πιο άμεσος, ρεαλιστικός και σπαραχτικός, γιατί αντλεί από την ωμή, γυμνή πραγματικότητα και όχι από μια εξιδανικευμένη, εξωραϊσμένη εκδοχή της. (Ως προς αυτό ίσως συγγενεύει περισσότερο με τους ποιητές της Παλατινήςανθολογίας, αφού από τη φαρέτρα του απουσιάζει εντελώς η αποστασιοποιημένη ειρωνεία του Αλεξανδρινού και η στοχαστική του ενατένιση της φθοράς).

Όπως ο ίδιος ομολογεί: «Εγώ είμαι ποιητής της ερωτικής αγωνίας. Αυτά που παρακάμπτει ο Καβάφης, εμένα με τσούζουν: το ανικανοποίητο, η εκμετάλλευση, το τσαλαπάτημα, η κακοποίηση, η συντριβή, η τύψη, η ενοχή, η αηδία, η απελπισία. Κι όχι μόνο αυτά. Υπάρχει ακόμη η στέρηση, που μυστικά ανεφοδιάζει την ελπίδα και την επιθυμία, και προπάντων υπάρχει η λαχτάρα για ανταπόκριση, που προσπαθεί να μετατρέψει σε αγαλλίαση την καταστροφή».

Βιβλιογραφία (τα ποιητικά):

Ποιήματα [συγκεντρωτική έκδοση] («Διαγώνιος», 1998), Το κορμί και το σαράκι. Νεώτερα ποιήματα , 1990-1996 (εκδ. «Μπιλιέτο», 1997), Νεκρή πιάτσα. Νεώτερα ποιήματα, 1990-1996 (εκδ. «Μπιλιέτο», 1997), Η πιο βαθιά πληγή («Διαγώνιος», 1998)

Στίχοι: « Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε να γιατρευτώ·/ θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.// Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,/ να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει.// Όταν βουλιάζω σ ΄ εύκολες εξάψεις ,/ να΄ρχεται μιαεξευτέλιση και να με συνεφέρνει…// Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση, / που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά,/ να ΄χ ω τη δύναμη να πω“Κύριε,όχι άλλο” -// κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου ».