O 80χρονος συγγραφέας από το Μπρονξ της Νέας Υόρκης έχει διαχωρίσει με την ίδια μεθοδικότητα τις δημόσιες εμφανίσεις από το έργο του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ο απόλυτος αναχωρητής. Μπορεί να μην έχει εμφανιστεί στην εκπομπή της Οπρα Γουίνφρι (όπως ο Κόρμακ ΜακΚάρθι –ποιος θα το περίμενε!), αλλά στο YouTube ανακαλύπτει κανείς αρκετά βιντεάκια στα οποία μιλάει για τα βιβλία του ή διαβάζει αποσπάσματα. Ομολογουμένως με μια αυτοσυγκράτηση που κάποιες στιγμές φαίνεται πιθανότατα ως ελεγχόμενος ψυχαναγκασμός υπό την απόκρυψη της κάζουαλ αμφίεσης.
Οπως έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη, τότε άρχισε να κατανοεί τη δομή της ελληνικής γλώσσας και να προσεγγίζει τις λέξεις σαν νότες σε μουσική παρτιτούρα κοιτάζοντας επιγραφές σε μνημεία ή πέτρες στην Κρήτη, στο Θησείο ή μουσεία. Πέρα από την αυτοματοποιημένη οικειότητα που σίγουρα αισθάνεται ο σημερινός αναγνώστης, δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο ΝτεΛίλο εντυπωσιάζει με το βάθος κάτω από την επιφάνεια των ελληνικών εντυπώσεών του: «Καθώς η πόλη μεγαλώνει, θα καταβροχθίσει την πικρή ιστορία τριγύρω της, ώσπου στο τέλος τίποτα δεν θα έχει απομείνει, εκτός από τους μελαγχολικούς δρόμους, εξαώροφες οικοδομές με τα ρούχα της μπουγάδας να ανεμίζουν στις ταράτσες τους. Τότε συνειδητοποίησα ότι η πόλη αυτή ήταν μια εφεύρεση ανθρώπων από χαμένες πατρίδες, ανθρώπων που αναγκαστικά είχαν ριζώσει εδώ, εγκαταλείποντας τις γωνιές τους σαν τρελοί».
Στο μεσοδιάστημα των τεσσάρων δεκαετιών, και ενώ τον Μάιο αναμένεται το 17ο μυθιστόρημά του με τίτλο «Zero K.» (Scribner), ο ΝτεΛίλο έχει δημιουργήσει μια εντυπωσιακή νωπογραφία της Αμερικής, των μύθων και των αδιεξόδων, της κουλτούρας και της αντικουλτούρας της. Οι ήρωές του κουβαλούν τις νευρώσεις της Νέας Εποχής, έχοντας πιστοποιητικό γέννησης στον Ψυχρό Πόλεμο (την περίοδο που ο ίδιος ανακάλυπτε τον Τζόις και τον Φόκνερ, τον Αντονιόνι, τον Μάιλς Ντέιβις και τον Μίνγκους). Ιδού, ο Ερικ Πάκερ, ο κυνικός πολυεκατομμυριούχος του «Κοσμόπολις»: «Η αίσθηση του εαυτού του στοίχειωνε όλες του τις πράξεις, που είχαν χάσει τον αυθορμητισμό τους» και γι’ αυτό «ήθελε να γίνει κβάντα, υπερβαίνοντας τη σωματική του μάζα, τους λεπτούς ιστούς γύρω από τα οστά, τους μυς και το λίπος». Ο Τζέρι στο «Σφυρί και δρεπάνι» νιώθει όπως και άλλα τέρατα που γεννά ο ύπνος της λογικής: «Ηθελα να γίνω φάντασμα, κάποιος που μπαινοβγαίνει στη φυσική πραγματικότητα». Η Λόρεν Χάρντκι, η σκελετωμένη body artist των «Χρόνων του σώματος» συνεχίζει τις περφόρμανς για να απαλλαγεί από τη φυλακή του σώματος, αλλά «μέσα της είχε χάσει τον κόσμο».
Με τους «Χρόνους του σώματος» ο συγγραφέας δεν καλοπέρασε στα χέρια των κριτικών που σημείωναν ότι κατέφευγε στην ασφάλεια της μικρής φόρμας, της ίδιας που θα επέλεγε άλλωστε και για το «Σημείο Ωμέγα». Αλλά η παρερμηνεία είναι η δεύτερη φύση του βιβλίου, όπως θα έλεγε σε ελεύθερη απόδοση ο Χάρολντ Μπλουμ. Το 2003 είχε προηγηθεί το «Κοσμόπολις», οι κριτικοί δήλωσαν εξίσου μουδιασμένοι και ο μέγας Τζον Απντάικ έβαλε απανωτούς αστερίσκους γι’ αυτή την ελεύθερη μεταφορά του τζοϊσικού «Οδυσσέα» –και του «Μεγάλου Γκάτσμπι» –μέσα σε μια λιμουζίνα της Νέας Υόρκης. Οι καιροί όμως αλλάζουν στη μεγαλούπολη, με την άδεια του Ντίλαν: μετά την κρίση των ενυπόθηκων δανείων και το μεγάλο σορτάρισμα, το «Κοσμόπολις» αναγεννήθηκε από τις στάχτες της κριτικής ως πρώιμο σχόλιο για τον κυβερνοκαπιταλισμό, πολύ πριν τον ανακαλύψει το κίνημα Occupy Wall Street.
«Προφητικός» ή μη, πειραματιστής ή οραματικός λεξιπλάστης, ο ΝτεΛίλο δεν διεκδικεί για τον εαυτό του παρά μόνο τον τίτλο του «αμερικανού μυθιστοριογράφου», όπως έχει δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του αποκρούοντας και τη ρετσινιά του «μεταμοντέρνου». Ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του, «Americana», αποτελεί και την πρώτη δήλωση ανεξαρτησίας του συγγραφέα, το έργο του οποίου ενσωματώνει ιστορικά στιγμιότυπα και ταμπού που τροφοδοτούν την αμερικανική μυθολογία: από τον Φρανκ Σινάτρα στις VIP κερκίδες του γηπέδου μπέιζμπολ («Υπόγειος κόσμος») μέχρι το ψυχογράφημα του Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ («Ζυγός»). Κυρίως δε τη μυθολογία της αθωότητας σε έναν κόσμο εχθρικό όπου κυριαρχούν ο καταιγισμός των αντιφατικών μηνυμάτων, τα δαιδαλώδη δίκτυα πληροφοριών και οι ψηφιακές ψευδαισθήσεις –όπου οι «Ανθρωποι σε πτώση» είναι εκπεσόντες άγγελοι.
Ο συγγραφέας υπονομεύει συστηματικά την αίσθηση ότι το σύμπαν είναι ορθολογικό αναδεικνύοντας τις θεωρίες συνωμοσίας που κυριαρχούν σε αυτό. Ο Τζακ Γκλάντνεϊ, ο πρόεδρος του Τμήματος των Χιτλερικών Σπουδών στον «Λευκό θόρυβο», είναι ένας ρομαντικός την εποχή της εικονικής πραγματικότητας. Ακόμη και μετά την επέλαση του τοξικού νέφους, στο τέλος του βιβλίου, ανακαλύπτει το δέος εκεί όπου δεν υπάρχει, όπως επιβάλλει η παράδοση του Ραλφ Γουόλντο Εμερσον: «Δεν ξέρουμε αν παρακολουθούμε με θαυμασμό ή φόβο, δεν ξέρουμε τι βλέπουμε ή τι σημαίνει, δεν ξέρουμε αν είναι μόνιμο, ένα επίπεδο εμπειρίας στο οποίο θα προσαρμοστούμε με τον καιρό, στο οποίο θα απορροφηθεί τελικά η αβεβαιότητά μας ή μόνο κάποιο ατμοσφαιρικό παράδοξο που σύντομα θα περάσει».
Για να ολοκληρώσει τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο των μυθιστορημάτων του ο ΝτεΛίλο μεταμορφώνεται στον κατ’ εξοχήν συλλέκτη συμβόλων από την ποπ κουλτούρα. Το αμετάφραστο ακόμη στα ελληνικά «Great Jones Street» είναι ένα υβριδικό σχόλιο για τη σχέση του μεγάλου πλήθους με τα ροκ είδωλα («η φήμη απαιτεί υπερβολές πάσης φύσεως» γράφει στην πρώτη πρόταση), ενώ ένα από τα πρότυπά του στην πινακοθήκη χαρακτήρων φέρεται πως είναι ο Μπομπ Ντίλαν. Ο τελευταίος φωτογραφίζεται ως ο προφήτης των μύθων που η κοινωνία οφείλει να ξεπεράσει για να ενηλικιωθεί (σε αντίθεση με τον Αντι Γουόρχολ, εξίσου αγαπημένη αναφορά του συγγραφέα, ο οποίος εμφανίζεται ως ο ζωγράφος της μεταμοντέρνας ζωής). Στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, έτσι κι αλλιώς, ο ΝτεΛίλο έχει αποδεχθεί τελεσίδικα τα ρευστά σύνορα χαμηλής και υψηλής τέχνης, ποιητικότητας και φάρσας, μεγαλείου και ειρωνείας.«Αν το ποδόσφαιρο ήταν αμερικανική εφεύρεση» αναρωτιέται στον «Αγγελο Εσμεράλντα», «δεν θα ισχυριζόταν κάποιος ευρωπαίος διανοούμενος ότι η ιστορικά πουριτανική μας φύση μάς ώθησε να επινοήσουμε ένα παιχνίδι δομημένο πάνω σε αντιαυνανιστικές αρχές;».
Η επικράτεια του αμερικανού συγγραφέα είναι η εποχή του τρόμου. Δεν είναι μόνο οι ενορατικές, όπως -αστόχως- χαρακτηρίστηκαν, περιγραφές για την τρομοκρατία στο «Μάο ΙΙ» ή στον «Υπόγειο κόσμο», αλλά και η σταθερή επιδίωξή του να οδηγήσει στα άκρα την ιδέα του Πίντσον γύρω από την αρχαϊκή παράνοια του σύγχρονου κόσμου. Κατ’ αυτή την έννοια, ναι, είναι ένας από τους συνεπέστερους «μαθητές» του μεγάλου σαμάνου, μαζί με τον Κόρμακ ΜακΚάρθι. Αλλά στο ύφος είναι συνοδοιπόρος του Φίλιπ Ροθ. Οι δυο τους χτίζουν προτάσεις με τα καλύτερα υλικά της αγγλικής γλώσσας, διακλαδώνοντας τη σκέψη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.
Τα βιβλία τουστα ελληνικά
«Λευκός θόρυβος» Εστία, μετάφραση: Πέτρος Αμπατζόγλου, 1991
«Ζυγός» Χατζηνικολή,
μτφ.: Τόνια Κοβαλένκο, 1991
«Τα ονόματα», Εστία, μτφ.: Νινίλα Παπαγιάννη, 1996
«Μάο ΙΙ», Χατζηνικολή, μτφ.: Μαρία Σκάρα, 1996
«Υπόγειος κόσμος», Εστία, μτφ.: Εφη Φρυδά, 2000
«Οι χρόνοι του σώματος», Εστία, μτφ.: Θωμάς Σκάσσης, 2002
«Ανθρωπος σε πτώση»
Εστία, μτφ.: Εφη Φρυδά, 2010
«Σημείο Ωμέγα» Εστία, μτφ.: Ελένη Γιαννακάκη, 2012
«Κοσμόπολις» Εστία, μτφ.: Θωμάς Σκάσσης, 2012
«Αγγελος Εσμεράλντα» διηγήματα, Εστία, μτφ.: Ελένη Γιαννακάκη, 2014