«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση» είχε πει κάποτε ο μάγος του υπερρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν. Αυτή η φράση συμπυκνώνει την αισθητική αντίληψη του αυτοδίδακτου φωτογράφου, πολιτικού μηχανικού του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Κωνσταντίνου Πίττα. Η αυτοέκδοσή του «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, βασίζεται σε έρευνα πέντε ετών (1985-1989), όταν η Ευρώπη απείχε έτη φωτός από το όραμα της ενοποίησης. Στις 95 από τις συνολικά 100 σελίδες αυτής της «ρετροσπεκτίβας» περιέχονται ισάριθμες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συνθέτουν σε μικροκλίμακα την ανθρωπογεωγραφία τής τότε διχοτομημένης ηπείρου. Συνδετικός τους κρίκος η ανθρωποκεντρική ματιά του φωτογράφου, ο οποίος άλλοτε στέκεται στο πλάι πλανόδιων πωλητών του Παρισιού, άλλοτε ανεβαίνει τα σκαλιά μαζί με έναν βιολονίστα στην Πράγα και άλλοτε φτάνει στα ιαματικά λουτρά της Βουδαπέστης.

Πίσω, στη δεκαετία του 1980, ο Πίττας ένιωθε να ασφυκτιά στην Ελλάδα των Βαλκανίων. Ενιωθε όμως οικεία στην Ευρώπη χάρη στα μουσικά ερεθίσματα και τη λογοτεχνία –κυρίως του Κάφκα.

Τον Απρίλιο του 1985 με ένα ελληνικής κατασκευής τζιπάκι πόνι –που εκτελούσε και χρέη καταλύματος –άρχισε να ταξιδεύει με ένα σακίδιο και τη φωτογραφική μηχανή του πρωτίστως στις χώρες του άλλοτε Σιδηρού Παραπετάσματος. «Κάθε χρόνο, έφευγα με το αυτοκίνητο πέντε-έξι μήνες, από την άνοιξη και μέχρι τέλος Οκτωβρίου. Τον χειμώνα έκανα κάποια δουλειά για να βρω λεφτά και την άνοιξη ξανάφευγα. Αυτή ήταν η ζωή μου για πέντε χρόνια. Δεν είχα λεφτά για το φιλμ, που ήταν το μεγαλύτερο έξοδο, γι’ αυτό και δεν φωτογράφιζα συνέχεια». Σε κάθε ταξίδι είχε μαζί του 130 ασπρόμαυρα φιλμ. «Εκανα οικονομία. Υπολόγιζα ότι έπρεπε να καταναλώνω ένα φιλμ την ημέρα, γι’ αυτό και φωτογράφιζα σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αυτή η πρακτική όμως με έμαθε να βλέπω».

Οι εμπειρίες του από τα ταξίδια στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ ήταν συγκλονιστικές. «Στη Ρουμανία, για παράδειγμα, επικρατούσε εξαθλίωση, ουρές για φαγητό, έλλειψη κεντρικής θέρμανσης. «Δεν μπορεί να πάλεψα γι’ αυτό το πράγμα, δεν ήταν αυτό το ιδανικό μου» έλεγα στον εαυτό μου. Για να το θέσω σχηματικά, η Ρουμανία ήταν μια χώρα που επισκεπτόσουν αριστερός και έφευγες από αυτήν δεξιός».

ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Οι φωτογραφίες του δεν είναι πολιτικές, ούτε καταγγελτικές. Τον ενδιαφέρουν οι ανθρώπινες ιστορίες. «Ταξιδεύοντας ταυτόχρονα και στη Δυτική Ευρώπη εντόπιζα ανθρώπους μοναχικούς και φτωχούς –έβλεπα πια τον άνθρωπο και μόνο». Κι έτσι, πίσω από τη φαινομενική διαίρεση σχηματίζεται μια Ευρώπη ενιαία, την οποία ακολουθεί η φωτογραφική αφήγηση. Η ολοκλήρωση της τελευταίας ταυτίζεται χρονικά την πτώση του Τείχους στο Βερολίνο, όπου είχε βρεθεί για πολλοστή φορά ο φωτογράφος το 1989. Ο ενθουσιασμός αντικαταστάθηκε από απογοήτευση. «Βρέθηκα ξαφνικά χωρίς αντικείμενο».

Απολογισμός; 24.000 καρέ. Το φορτίο τους μεγάλο, δυσβάσταχτο για τον νεαρό τότε Πίττα. «Τα έβαλα σε κούτες και τα έκλεισα σε μια αποθήκη. Ταυτόχρονα έκλεισα ερμητικά το κεφάλαιο αυτό της ζωής μου. Δεν μιλούσα σε κανέναν γι’ αυτό». Θα ξαναπέσει πάνω στις κούτες τον Μάρτιο του 2014. Τότε είναι που εμφανίζει ορισμένες φωτογραφίες και τις ανεβάζει στην προσωπική σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Τρεις από αυτές θα γίνουν εξώφυλλο σε βιβλία των εκδόσεων Πόλις: «Μόνο το αρνί» της Βασιλικής Πέτσα, το «Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία» του Χάινριχ Μπελ και το «Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά» του Πατρίς Μοντιανό.

Σήμερα ακούγεται προβληματισμένος από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. «Η Ευρώπη 25 χρόνια μετά την επανένωσή της άλλαξε πολύ γρήγορα και βλέπουμε να επανέρχεται καθημερινά ο χωρισμός και η διαίρεση. Με το Προσφυγικό κάποιοι βρήκαν αφορμή για να υψώσουν ένα τείχος. Βλέπουμε χώρες που ευνοήθηκαν από την πτώση του Τείχους, όπως η Ουγγαρία, να πρωτοστατούν στη δημιουργία νέων τειχών. Φαίνεται θα πάρει χρόνο για να πούμε ότι έχουμε μια επί της ουσίας ενωμένη Ευρώπη».