Μόνον 10 ημέρες μετά την ιστορική του συνάντηση κορυφής με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε χθες εξαιρετικά μεγάλη απειλή το πυρηνικό οπλοστάσιο της Βόρειας Κορέας, προκειμένου να αιτιολογήσει τη διατήρηση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στην Πιονγκγιάνγκ.

«Δεν υφίσταται πλέον Πυρηνική Απειλή από την πλευρά της Βόρειας Κορέας», είχε ωστόσο δηλώσει ο αμερικανός πρόεδρος κατά την επιστροφή του στην Ουάσινγκτον μετά την συνάντηση κορυφής της Σιγκαπούρης στις 12 Ιουνίου.

Όμως η προεδρική δήλωση που εστάλη στο Κογκρέσο χθες είχε εντελώς διαφορετικό τόνο στην εξήγηση που έδινε για τους λόγους για τους οποίους η Ουάσινγκτον θα διατηρήσει τις σοβαρές οικονομικές κυρώσεις που έχει επιβάλλει στην Πιονγκγιάνγκ.

«Η παρουσία και ο κίνδυνος διάδοσης σχάσιμου υλικού για στρατιωτικούς σκοπούς στην κορεατική χερσόνησο και οι πράξεις και οι πολιτικές της Βόρειας Κορέας συνεχίζουν να συνιστούν εξαιρετικά μεγάλη απειλή για την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική και την οικονομία των ΗΠΑ», έγραφε χθες ο Τραμπ.

Στην επίσημη αυτή δήλωση, ο πρόεδρος των ΗΠΑ αιτιολογούσε με αυτόν τον τρόπο τη διατήρηση των κυρώσεων κατά της Πιονγκγιάνγκ και την παράταση κατά έναν χρόνο ακόμη «της εθνικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης» που είχε κηρυχθεί το 2008 σχετικά με αυτήν.

Η συνάντηση κορυφής Τραμπ-Κιμ στη Σιγκαπούρη ολοκληρώθηκε με τη δέσμευση της Βόρειας Κορέας για μια «πλήρη αποπυρηνικοποίηση», οι λεπτομέρειες της οποίας μετατέθηκαν σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Δέκα ημέρες μετά δεν είχε καταγραφεί καμία σημαντική πρόοδος.