Η θέα από το γραφείο του Μουράτ Σαμπουντσού, του αρχισυντάκτη της «Τζουμχουριέτ», στον τελευταίο όροφο του κτιρίου της εφημερίδας στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, είναι εντυπωσιακή. Το βλέμμα όμως στέκεται αναπόφευκτα σε ένα μεγάλο κοιμητήριο και το πελώριο δικαστικό μέγαρο, που οικοδομήθηκε πριν από μερικά χρόνια: «Οι δύο δημοφιλέστεροι προορισμοί για τους τούρκους δημοσιογράφους». Εκστομίζεται εν είδη αστεϊσμού, αλλά στη χώρα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μόνο αστείο δεν είναι. Δεκάδες μέσα ενημέρωσης έχουν κλείσει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, συνολικά 156 τούρκοι δημοσιογράφοι βρίσκονται σήμερα, παραμονή των κρίσιμων προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών, στη φυλακή, δεκάδες ακόμη περιμένουν να τους ακολουθήσουν.

Ανάμεσά τους, και 14 στελέχη της «Τζουμχουριέτ», που καταδικάστηκαν τέλη Απριλίου σε έως και επτάμισι χρόνια φυλάκιση για «υποστήριξη της τρομοκρατίας» -ένας από αυτούς ο Σαμπουντσού, ένας άλλος ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Ακίν Αταλάι. Είχαν ήδη περάσει έως και 18 μήνες προφυλακιστέοι, βρίσκονται μόνο προσωρινά ελεύθεροι αναμένοντας την εκδίκαση της έφεσής τους. Η ιστορική εφημερίδα που μετράει σχεδόν τόσα χρόνια ζωής όσα και η τουρκική δημοκρατία (ιδρύθηκε το 1924) έχει μετατραπεί σε σύμβολο της μάχης ενάντια στις απολυταρχικές εκτροπές του Ερντογάν. Το πιο εντυπωσιακό όμως, αυτό που σε κάνει να σκύβεις με σεβασμό το κεφάλι, είναι άλλο: το πείσμα και οι αντοχές που επιδεικνύει παρά τη λογοκρισία, τις συλλήψεις, τις πιέσεις, την οικονομική ασφυξία στην οποία υπόκειται.

Τα στελέχη της «Τζουμχουριέτ» χρησιμοποιούν το χιούμορ ως μέσο επιβίωσης. «Παλιά έκανα τη δουλειά μου χαμογελώντας. Τώρα την κάνω μειδιώντας» λέει ο Ακίν Αταλάι στην ανταποκρίτρια των «New York Times», μία από τους πολλούς ξένους δημοσιογράφους που σπεύδουν στα γραφεία της «Τζουμχουριέτ». «Μόνο ένα πρόβλημα έχω», συνεχίζει δείχνοντας δίπλα του τον Σαμπουντσού. «Στη φυλακή, ήμασταν μαζί 24 ώρες την ημέρα και τώρα δεν θέλω να τον βλέπω, αλλά δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ». Σε αυτή την περίπτωση, όμως, το χιούμορ δεν «είναι η ευγένεια των απελπισμένων». Από τότε που ο φιλοκυβερνητικός όμιλος Demiroren εξαγόρασε το σύνολο των τίτλων του ομίλου Dogan, η «Τζουμχουριέτ» είναι ουσιαστικά η τελευταία ανεξάρτητη εφημερίδα της Τουρκίας –μόνο μερικοί ιστότοποι ακόμα, όπως ο T24 και ο Diken, εξακολουθούν να αντιστέκονται. Και οι ποινές που απαγγέλθηκαν εναντίον των στελεχών της ήταν μόνο η τελευταία απόπειρα της κυβέρνησης να την καθυποτάξει. Είχε ήδη δοκιμάσει ένα οικονομικό εμπάργκο, γονάτισε την εφημερίδα στερώντας της κάθε έσοδο από διαφημίσεις, κρατικές ή ιδιωτικές. Κατόπιν προσπάθησε να βάλει φιλοκυβερνητικούς επιχειρηματίες να την εξαγοράσουν. «Και όταν απέτυχαν και σε αυτό, μας έβαλαν φυλακή. Αλλά δεν μας φίμωσαν».

Η «Τζουμχουριέτ» συνέχισε να βγαίνει ακόμα και την περίοδο που σύσσωμη η ηγεσία της και μερικά από τα γνωστότερα στελέχη της βρίσκονταν πίσω από τα κάγκελα. Και όταν βγήκαν πια προσωρινά από τη φυλακή, η δουλειά συνεχίστηκε όπως σε κάθε σοβαρή εφημερίδα. Ας είναι τα χρήματα τόσο λίγα που το καθάρισμα των χώρων γίνεται από τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Ας μην ξεπερνάει, χωρίς διαφήμιση, το φύλλο τις 18 σελίδες. Ας μην μπορούν να εξασφαλίσουν συχνά οι δημοσιογράφοι διαπιστεύσεις: το γραφείο του Ερντογάν δεν τους εκδίδει πλέον καμία. Ακόμα και το κυβερνητικό πρακτορείο ειδήσεων, το Αναντολού, αρνείται εδώ και δύο χρόνια να προσθέσει τη «Τζουμχουριέτ» στη λίστα των συνδρομητών του. Οσο για τη λογοκρισία, στην ψηφιακή έκδοση αφαιρούνται συχνά – πυκνά άρθρα που ενοχλούν. «Συμβαίνει κάθε εβδομάδα… Και συχνά το ανακαλύπτουμε από τύχη», λέει στη γαλλίδα απεσταλμένη Ζουλί Ονορέ ο Μπουλέντ Μουμάι, ο αρχισυντάκτης της ψηφιακής έκδοσης –που απέκτησε πρόσφατα και αγγλόφωνο κομμάτι.

Η σύγχρονη Τουρκία έχει μακρά ιστορία επιθέσεων στον Τύπο και το παρελθόν αυτό είναι ορατό στους διαδρόμους της «Τζουμχουριέτ». Στους τοίχους κρέμονται πορτρέτα του Ιλχάν Σελτσούκ, ενός μακρόβιου αρχισυντάκτη που συνελήφθη και βασανίστηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971, καθώς και κάποιων από τους έξι ρεπόρτερ και συνεργάτες της εφημερίδας που έχουν σκοτωθεί στη 94χρονη ύπαρξή της. Οδοφράγματα της αστυνομίας περικυκλώνουν τα γραφεία της: τα επέβαλε ως μέτρο προστασίας από τους τζιχαντιστές η αναδημοσίευση ενός τεύχους του «Charlie Hebdo», ως ένδειξη αλληλεγγύης μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Ιανουαρίου του 2015 στο Παρίσι. Και εντούτοις, για αρκετούς από τους «πολύ πεισματάρηδες, πολύ αποφασισμένους, πολύ ανθεκτικούς» ανθρώπους που τη στελεχώνουν, οι μαζικές φυλακίσεις και οι καταδίκες των τελευταίων μηνών ξεπερνούν σε φρίκη όλες τις προηγούμενες δοκιμασίες. «Εχω περάσει και στρατιωτικά και πολιτικά πραξικοπήματα» λέει ο 82χρονος Ορχάν Ερίντς, ένας βετεράνος δημοσιογράφος που καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή φυλάκισης έξι ετών και τριών μηνών. «Αυτό δεν έχει σχέση με τα όσα ζήσαμε στο παρελθόν. Δεν ξέρω πώς να το αποκαλέσω. Δεν υπάρχει νόμος».

Ψέματα, υπάρχει κάτι ακόμα πιο συγκινητικό και από το πείσμα και τις αντοχές των στελεχών της «Τζουμχουριέτ». Η κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες αισιοδοξία τους. «Το να κυβερνάς με τον φόβο, όλοι το ξέρουν, είναι καταδικασμένο», λέει ο Μουράτ Σαμπουντσού. «Και τώρα βρισκόμαστε στο τέλος αυτού του φόβου. Οι εκλογές γίνονται σε μία κρίσιμη συγκυρία. Είτε θα επιλέξουμε τη δημοκρατία είτε θα καταλήξουμε σε μία διαφορετική χώρα. Πιστεύω ότι με κάποιον τρόπο, οι Τούρκοι θα μετατρέψουν το σκοτάδι σε φως».