Η επίθεση με νευροτοξικό παράγοντα ενάντια στον πρώην πράκτορα της Ρωσίας Σεργκέι Σκριπάλ και στην κόρη του Γιούλια τους έχει θέσει σε κίνδυνο τη διανοητική τους ικανότητα και δεν είναι ξεκάθαρο αν θα την ανακτήσουν, δήλωσε την Πέμπτη ένας βρετανός δικαστής σε απόφασή του.

Βρετανικό δικαστήριο χορήγησε σήμερα άδεια για λήψη δειγμάτων αίματος από τους Σκριπάλ για να εξεταστούν από επιθεωρητές του Οργανισμού για την απαγόρευση των χημικών όπλων (ΟΑΧΟ) ώστε να επιβεβαιωθεί το πόρισμα του βρετανικού ερευνητικού εργαστηρίου Πόρτον Ντάουν.

Το Πόρτον Ντάουν είναι η εγκατάσταση όπου βρετανοί επιστήμονες εντόπισαν τον νευροτοξικό παράγοντα που χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση εναντίον του Σκριπάλ στο Σάλσμπερι της Αγγλίας. Η Βρετανία έχει κατηγορήσει τη Μόσχα ότι ευθύνεται για την επίθεση, κάτι που η Ρωσία αρνείται.

Ο δικαστής Ντέιβιντ Γουίλιαμς στην απόφασή του δήλωσε ότι ένας σύμβουλος, που δεν κατονομάζεται, που χειρίζεται τη θεραπεία των Σκριπάλ, τόνισε ότι και οι δύο βρίσκονται σε βαριά καταστολή, δεν μπορούν να επικοινωνήσουν και δεν είναι σε θέση να πει πότε, ή σε ποιο βαθμό θα μπορέσουν να ανακτήσουν την πνευματική τους ικανότητα.

Και οι δύο βρίσκονται σε σταθερή κατάσταση και η θεραπεία τους γίνεται «στη βάση ότι θα επιθυμούσαν να παραμείνουν ζωντανοί», τόνισε ο σύμβουλος σύμφωνα με την απόφαση του Γουίλιαμς στο Δικαστήριο Προστασίας του Λονδίνου, το οποίο αποφαίνεται για την περίθαλψη ατόμων που δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν για τους εαυτούς τους.

«Οι ακριβείς μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία τους από την έκθεσή τους παραμένουν ασαφείς αν και οι ιατρικές εξετάσεις υποδηλώνουν ότι η διανοητική τους ικανότητα μπορεί να έχει τεθεί σε κίνδυνο σε άγνωστο και έως τώρα μη καθορισμένο βαθμό», υπογράμμισε στην απόφασή του ο Γουίλιαμς.

Πρόσθεσε πως ένας αναλυτής, που δεν κατονομάζεται, του Πόρτον Ντάουν έδωσε αποδεικτικά στοιχεία ότι τα δείγματα αίματος που ελήφθησαν από τους Σκριπάλ υποδηλώνουν έκθεση σε νευροτοξικό παράγοντα.

«Τα δείγματα που εξετάστηκαν βγήκαν θετικά για την παρουσία ενός νευροτοξικού παράγοντα Novichok, ή στενά συνδεδεμένου παράγοντα», ανέφερε η απόφαση.