Οταν είχε δηλητηριαστεί με ραδιενεργό πολώνιο στο Λονδίνο ο Αλεξάντρ Λιτβινένκο, το 2006, είχαν απελαθεί μόλις τέσσερις ρώσοι διπλωμάτες. Και χρειάστηκε να περάσουν εννέα χρόνια μέχρι να διαταχθεί δημόσια έρευνα. Η ίδια η Τερίζα Μέι, μάλιστα, υπουργός Εσωτερικών την περίοδο 2010-16, είχε φρενάρει για καιρό την έναρξή της. Αλλά οι καιροί άλλαξαν. Πρωθυπουργός πλέον, η Μέι κατηγόρησε τη Μόσχα τον περασμένο Νοέμβριο ότι «χρησιμοποιεί την πληροφορία ως όπλο», ώστε «να σπείρει τη διχόνοια στον δυτικό κόσμο». «Ξέρουμε τι κάνετε. Και δεν θα τα καταφέρετε», την είχε προειδοποιήσει. Λίγους μήνες και μία νέα απόπειρα δολοφονίας ρώσου πρώην διπλού πράκτορα μετά, η βρετανίδα πρωθυπουργός ανακοίνωσε χθες ενώπιον του Κοινοβουλίου μια σειρά από τιμωρητικά μέτρα. Μεταξύ άλλων, 23 ρώσοι διπλωμάτες, σε σύνολο 59 διαπιστευμένων στη Βρετανία, κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός επτά ημερών –η μεγαλύτερη απέλαση του είδους εδώ και 33 χρόνια. Οι βρετανορωσικές σχέσεις περιήλθαν και επισήμως στο χειρότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών.

ΜΟΝΟ ΕΙΡΩΝΕΙΕΣ. Το Λονδίνο είχε δώσει διορία 24 ωρών στη Μόσχα να εξηγήσει πώς μπορεί να χρησιμοποιήθηκε στο Σόλσμπερι ένας νευροτοξικός παράγοντας της ομάδας Novitchok που παρασκευάστηκε από τον σοβιετικό στρατό. Στα μάτια της βρετανικής κυβέρνησης, μόνο δύο τινά θα μπορούσε να συμβαίνουν: ή να ευθύνεται άμεσα η Ρωσία για την επίθεση κατά του Σεργκέι Σκριπάλ ή να έχασε τον έλεγχο των αποθεμάτων της επικίνδυνης αυτής ουσίας. Εξηγήσεις όμως δεν έλαβε, μόνο ειρωνείες. «Μεταχειρίσθηκαν την υπόθεση με σαρκασμό, περιφρόνηση και θράσος», δήλωσε χθες η Μέι. «Δεν υπάρχει εναλλακτικό συμπέρασμα πέραν του ότι το ρωσικό κράτος είναι ένοχο… Πρόκειται για παράνομη χρήση κρατικής ισχύος εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου».

Η βρετανίδα πρωθυπουργός ανακοίνωσε διακοπή των «διμερών επαφών υψηλού επιπέδου», που σημαίνει και «ανάκληση της πρόσκλησης προς τον ρώσο υπουργό Εξωτερικών να επισκεφθεί τη Βρετανία» –ο Σεργκέι Λαβρόφ δεν είχε ούτως ή άλλως αποδεχθεί την πρόσκληση, απάντησε το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών. «Κανείς υπουργός και κανένα μέλος της βασιλικής οικογένειας δεν θα παραστεί» στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που θα πραγματοποιηθεί το καλοκαίρι στη Ρωσία, συνέχισε η Μέι –«είναι κρίμα που δεν ενστερνίζεται όλος ο κόσμος την αρχή του να αφήνουμε το ποδόσφαιρο εκτός πολιτικής» απάντησε ο γ.γ. της ρωσικής Οργανωτικής Επιτροπής. Η Τερίζα Μέι προανήγγειλε επίσης πάγωμα των ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων όπου υπάρχουν αποδείξεις ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να απειλήσουν τη ζωή ή την περιουσία πολιτών ή κατοίκων της Βρετανίας, καθώς και νέους νόμους για την ενίσχυση της βρετανικής άμυνας απέναντι σε όλες τις μορφές «εχθρικής κρατικής δραστηριότητας». «Πολλοί από εμάς κοιτούσαμε τη μετασοβιετική Ρωσία με ελπίδα. Θέλαμε μία καλύτερη σχέση και είναι τραγικό που ο πρόεδρος Πούτιν επέλεξε να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο», επεσήμανε. «Εχθρική», «απαράδεκτη» και «αδικαιολόγητη» αποκάλεσε η Μόσχα τη βρετανική αντίδραση, προειδοποιώντας πως η ανταπάντησή της δεν θα αργήσει.

Η Τερίζα Μέι φιλοδοξεί να λάβει επιπλέον μέτρα εναντίον της Μόσχας, αυτή τη φορά με τη σύμπραξη των ευρωπαίων εταίρων της. Μηνύματα συμπαράστασης φτάνουν τις τελευταίες ημέρες στο Λονδίνο από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Παρίσι, ακόμη και την Ουάσιγκτον. Μία έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε προγραμματιστεί για χθες το βράδυ. Και ο Ντόναλντ Τουσκ ξεκαθάρισε πως το θέμα θα συζητηθεί στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής της επόμενης εβδομάδας. Η γαλλική κυβέρνηση όμως επεσήμανε πως περιμένει πρώτα τα επίσημα αποτελέσματα της έρευνας ώστε να αντιδράσει. Την ίδια ώρα, η Ανγκελα Μέρκελ σημείωνε την αναγκαιότητα να διατηρηθεί ο διάλογος με τη Μόσχα. Και σε Παρίσι και Βερολίνο υψώνονται μάλιστα φωνές που επιρρίπτουν ευθύνες (και) στο Λονδίνο, για την πολιτική της ανοιχτής αγκάλης που διατηρεί από χρόνια απέναντι σε πλούσιους ρώσους ολιγάρχες και επικριτές του Κρεμλίνου. Εν μέσω Brexit, και με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στη Βρετανία και τη Ρωσία έρχεται να δοκιμάσει τη δυτική και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη που ο Πούτιν προσπαθεί, ακριβώς, να σπάσει.