Να κερδίσει ψηφοφόρους επιχειρεί ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αξιοποιώντας την νέα κρίση στη Μέση Ανατολή, που προκάλεσε η απόφαση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ, υποστηρίζουν αναλυτές, ενώ την ίδια στιγμή τονίζουν ότι κινδυνεύει να καταποντίσει τις ευαίσθητες σχέσεις με το εβραϊκό κράτος.

Είναι γεγονός ότι ο Ρ. Ερντογάν επέλεξε να εμφανιστεί – για ακόμα μία φορά – ως ο εκφραστή της αντίθεσης των μουσουλμανικών χωρών στο μονομερές μέτρο που ανακοινώθηκε από τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο επέκρινε ανοικτά πριν κατευθύνει την οργή του προς το Ισραήλ, το οποίο χαρακτήρισε κράτος «τρομοκράτη» που σκοτώνει παιδιά Παλαιστινίων.

Απαντώντας στον Ερντογάν, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπεντζαμίν Νετανιάχου είπε ότι δεν μπορεί να δεχθεί «μαθήματα ηθικής από έναν ηγέτη που βομβαρδίζει κουρδικά χωριά στην Τουρκία, που φυλακίζει δημοσιογράφους, βοηθάει το Ιράν να παρακάμψει τις διεθνείς κυρώσεις και βοηθάει τρομοκράτες, ιδιαίτερα στη Γάζα».

Ο Ερντογάν υποσχέθηκε πως η σύνοδος κορυφής ηγετών του μουσουλμανικού κόσμου, που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη στην Κωνσταντινούπολη, θα αποτελέσει μια «καμπή» στη δράση τους εναντίον της απόφασης της Ουάσινγκτον, την ώρα που οι παραδοσιακοί μεγάλοι παίκτες της περιοχής, όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, έχουν προς το παρόν αρκεσθεί σε συνήθεις καταδίκες χωρίς να ανακοινώσουν το παραμικρό συγκεκριμένο μέτρο.

«Η θέση αυτή (του Ερντογάν) ακολουθεί τα αισθήματα που επικρατούν μεταξύ των ψηφοφόρων του στην Τουρκία», υπογραμμίζει ο Μαρκ Πιερίνι, ερευνητής στο ίδρυμα Carnegie Europe και πρώην πρεσβευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Τουρκία.

Η ομιλία αυτή βρίσκει απήχηση στο παραδοσιακό εκλογικό σώμα του Ερντογάν και του επέτρεψε να αποκτήσει κάποια δημοτικότητα στον αραβομουσουλμανικό κόσμο.

Όμως οι τελευταίες δηλώσεις του έγιναν ενώ η Τουρκία και το Ισραήλ βρίσκονται σε μια διαδικασία εξομάλυνσης που άρχισε το 2016, καθώς το 2010 είχαν προχωρήσει σχεδόν σε ρήξη έπειτα από μια φονική ισραηλινή επιδρομή εναντίον του πλοίου μιας τουρκικής μη κυβερνητικής οργάνωσης που κατευθυνόταν προς τη Λωρίδα της Γάζας.

«Τα δύο μέρη δεν αγαπούν το ένα το άλλο»

«Βλέποντας την ισραηλινή αντίδραση στις δηλώσεις αυτές, υπάρχει πράγματι σοβαρός κίνδυνος για την τουρκο-ισραηλινή εξομάλυνση. Πιστεύω ότι πρόκειται για έναν κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνουν τα δύο μέρη», λέει ο Πιερίνι.

Σύμφωνα με τον Άαρον Στάιν του Atlantic Council, ο Ερντογάν, «διεξάγει ήδη εκστρατεία για το 2019, όταν θα αναλάβει την ενισχυμένη προεδρία που διαμόρφωσε για τον εαυτό του» με τα ενισχυμένα προνόμια που προβλέπονται από το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση το οποίο κέρδισε τον περασμένο Απρίλιο.

Ανεβαίνοντας στις επάλξεις για το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, ο Ερντογάν «παίρνει θέση ως ο υπερασπιστής των καταπιεσμένων μουσουλμάνων στον κόσμο», προσθέτει.

«Τα δύο μέρη δεν αγαπούν το ένα το άλλο, όμως αυτό δεν τα εμποδίζει να έχουν ομαλές εμπορικές σχέσεις. Πιστεύω πως αυτή η κατάσταση θα διαρκέσει με δεδομένα τους πολιτικούς υπολογισμούς του Ερντογάν και τα πολιτικά και νομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Νετανιάχου», καταλήγει ο Α. Στάιν.

Ο Σινάν Ουλγκέν, πρόεδρος του Κέντρου Οικονομικών και Εξωτερικής Πολιτικής (Edam) που έχει την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει: «Παραδοσιακά η Τουρκία ήταν ικανή να ασκεί μια διπλωματία αποκομμένη από υπολογισμούς εσωτερικής πολιτικής. Όμως αυτό άλλαξε ριζικά υπό το AKP, σε σημείο που οι περισσότερες από τις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής οφείλονται πλέον σε εσωτερικούς υπολογισμούς».

«Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε τις προσπάθειες των Τούρκων να ηγηθούν της εκστρατείας εναντίον της αμερικανικής απόφασης να αναγνωρισθεί η Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ», προσθέτει ο ερευνητής.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ερντογάν «πιστεύει πως διαθέτει λαϊκή στήριξη που δικαιολογεί την πιο επιθετική ρητορική του έναντι του Ισραήλ», έστω κι αν κινδυνεύει να προκαλέσει μια νέα διπλωματική κρίση με το εβραϊκό κράτος.

«Άλλη μια φορά, οι υπολογισμοί εσωτερικής πολιτικής τείνουν να υπερισχύσουν σε βάρος της συνετής διπλωματίας», διαπιστώνει ο Ουλγκέν.