«Ο Θεός να ευλογεί τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους. Ο Θεός να ευλογεί τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής». Με αυτόν τον μειλίχιο τρόπο ολοκλήρωσε χθες ο Ντόναλντ Τραμπ την ομιλία με την οποία επιβεβαίωσε την πρόθεσή του «να εφαρμόσει τη στρατηγική του διεθνούς βανδαλισμού που ακολουθεί και στο πλέον ευαίσθητο γεωπολιτικό σημείο του κόσμου» –για να δανειστούμε τη φρασεολογία του Τζόναθαν Φρίντλαντ από την «Guardian». Αψηφώντας το μπαράζ προειδοποιήσεων για κίνδυνο περαιτέρω ανάφλεξης της Μέσης Ανατολής και ανατρέποντας την πολιτική που ακολουθούσαν οι προκάτοχοί του εδώ και σχεδόν εβδομήντα χρόνια, ο αμερικανός πρόεδρος αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Υποστήριξε μάλιστα πως η απόφαση αυτή είναι ένα βήμα εμπρός για την ειρηνευτική διαδικασία που έπρεπε να είχε γίνει από καιρό. Τρεις «Ημέρες Οργής» αρχίζουν σήμερα στα παλαιστινιακά εδάφη. Και αν απέμενε η οποιαδήποτε αμφιβολία για τον επίφοβο κύκλο που μόλις άνοιξε, μόλις μισή ώρα πριν αρχίσει την ομιλία του ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε τηλεγράφημα σε όλες τις διπλωματικές αποστολές του, σε ολόκληρο τον κόσμο, καλώντας τους αξιωματούχους του να αναβάλουν όλες τις «μη απαραίτητες» επισκέψεις στο Ισραήλ, την Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Οχθη έως τις 20 Δεκεμβρίου.

Η λύση των δύο κρατών. Ο Ντόναλντ Τραμπ υποστήριξε πως η απόφασή του απλώς αποτυπώνει «την πραγματικότητα», πως το Ισραήλ «έχει δικαίωμα να καθορίσει την ίδια του την πρωτεύουσα». Παράλληλα δήλωσε πως η κυβέρνησή του θα ξεκινήσει τη (μακροχρόνια, καθώς αναμένεται να πάρει χρόνια) διαδικασία μετεγκατάστασης της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Αλλά οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ότι «τα συγκεκριμένα όρια της ισραηλινής εθνικής κυριαρχίας στην Ιερουσαλήμ» υπόκεινται στις συνομιλίες για το τελικό καθεστώς της. Και παραμένουν έτοιμες να υποστηρίξουν «μία λύση δύο κρατών εφόσον οι δύο πλευρές το επιθυμούν». Είναι, σύμφωνα με τον ανταποκριτή της «Monde» στο Ισραήλ, η πρώτη φορά που ο Τραμπ χρησιμοποιεί τον όρο «λύση δύο κρατών». Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς να καταγγείλει μία κίνηση που «ισοδυναμεί με παραίτηση των ΗΠΑ από τον μεσολαβητικό, ειρηνευτικό ρόλο τους». Ούτε τη Χαμάς να δηλώσει πως ο Τραμπ «άνοιξε τις πύλες της κολάσεως» για τα αμερικανικά συμφέροντα.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΤΑΚΡΑΥΓΗ. Από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Παρίσι και τον Καναδά μέχρι την Ιορδανία, την Αίγυπτο, τον Λίβανο, το Κατάρ, το Μαρόκο και το Ιράν, (σχεδόν) άπαντες καταδίκασαν την απόφαση του Τραμπ. «Είναι μια λυπηρή απόφαση που αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο και όλες τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ», δήλωσε από το Αλγέρι ο Εμανουέλ Μακρόν απευθύνοντας έκκληση προς όλες τις πλευρές για ηρεμία και αποφυγή της βίας. Για «ανευθυνότητα» μίλησε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ένα εικοσιτετράωρο αφότου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε απειλήσει, σε ιδιαίτερα επιθετικό τόνο, να διακόψει τις σχέσεις της χώρας του με το Ισραήλ: εκατοντάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ήδη χθες το βράδυ μπροστά στο αμερικανικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη. Στην Τυνησία, το εργατικό συνδικάτο UGTT έκανε λόγο για «κήρυξη πολέμου», καλώντας τα μέλη του να συμμετάσχουν μαζικά σε κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας. Αλλά ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, που είχε παραμείνει τόσες ημέρες απολύτως σιωπηλός, χαιρέτισε μια «ιστορική ημέρα».

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΝΕΤΑΝΙΑΧΟΥ. Σε βίντεο που δημοσιοποίησε το γραφείο του αμέσως μετά την ομιλία του Τραμπ, ο ισραηλινός πρωθυπουργός εξέφρασε τη «βαθιά ευγνωμοσύνη του» προς τον αμερικανό πρόεδρο, προτρέποντας και άλλες χώρες να ακολουθήσουν την απόφασή του και να μεταφέρουν τις πρεσβείες τους στην Ιερουσαλήμ. Το status quo στους ιερούς τόπους της πόλης θα παραμείνει ως έχει, διαβεβαίωσε ο Νετανιάχου, μέλος της συντριπτικής μειοψηφίας παγκοσμίως που συμμερίζεται την άποψη του Τραμπ ότι οι χθεσινές εξελίξεις αποτελούν «ένα σημαντικό βήμα για την ειρήνη».

«Είπε πως θα το έκανε, και τώρα το κάνει, και στο διάολο οι συνέπειες»

Γιατί το κάνει αυτό ο Τραμπ; αναρωτιόταν χθες στην «Guardian» ο Τζόναθαν Φρίντλαντ. «Ισως να θέλει να δείξει ότι τιμάει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις: πλέον, μαζί με τις φοροαπαλλαγές του για τους πλούσιους και την ταξιδιωτική του απαγόρευση για χώρες κυρίως μουσουλμανικές, μπορεί να “τικάρει” και το κουτάκι που γράφει “Ιερουσαλήμ”. Είπε πως θα το έκανε, και τώρα το κάνει, και στο διάολο οι συνέπειες. Είναι ένα στυλ πολιτικής που δείχνει να αρέσει στη βάση του». «Το εκλογικό σώμα που φλερτάρει με τον πλέον σαφή τρόπο ο Τραμπ είναι η πολιτική του βάση των ευαγγελικών και άλλων φιλοϊσραηλινών σκληροπυρηνικών» συνομολογούσαν οι «New York Times» στο κύριο άρθρο τους.

ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ. Η αμερικανική εφημερίδα ωστόσο φρόντισε να επισημάνει και τις αμφιβολίες ορισμένων αναλυτών για το κατά πόσο επιθυμεί στην πραγματικότητα ο Τραμπ μια ειρηνευτική συμφωνία – καθώς και την εκτίμησή τους ότι οποιαδήποτε πρόταση προκύψει από τα συνεχή πηγαινέλα του γαμπρού του, του Τζάρεντ Κούσνερ, στη Μέση Ανατολή, «ενδεχομένως να προορίζεται για πολιτική κάλυψη ώστε να μπορέσουν το Ισραήλ και οι σουνίτες, άλλοτε εχθροί, να ενισχύσουν την αρχόμενη συνεργασία τους εναντίον του Ιράν».

Οι «New York Times» αναφέρουν, προς επίρρωση της άποψης αυτής, μία πρόταση που φέρεται ότι παρουσίασε τον περασμένο μήνα ο διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, «ο οποίος διατηρεί στενές σχέσεις με τον Τζάρεντ Κούσνερ», στον Μαχμούντ Αμπάς: οι Παλαιστίνιοι θα εξασφάλιζαν περιορισμένη εθνική κυριαρχία επί ενός κράτους που θα περιελάμβανε μόνο περιοχές της Δυτικής Οχθης. Οι περισσότεροι ισραηλινοί οικισμοί στην περιοχή, τους οποίους ο περισσότερος κόσμος θεωρεί παράνομους, θα παρέμεναν ως έχουν. Οι Παλαιστίνιοι δεν θα έπαιρναν την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα, ούτε θα εξασφάλιζαν δικαίωμα επιστροφής για τους πρόσφυγες και τους απογόνους τους. Φυσικά, κανένας παλαιστίνιος ηγέτης δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί ένα τέτοιο σχέδιο. Αλλά επισήμως, «Λευκός Οίκος και Ριάντ αρνούνται ότι επεξεργάζονται παρόμοιες ιδέες».