Τα σκήπτρα κρατά ασφαλώς το Κρεμλίνο. Τα δικά του τρολ έδρασαν και εξακολουθούν να δρουν σε ολόκληρο τον κόσμο: από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη στήριξη που προσέφεραν στον Ντόναλντ Τραμπ έως την εκστρατεία που έκαναν στη Βρετανία υπέρ του Brexit, στη Γερμανία την περίοδο της προσφυγικής κρίσης αλλά και στις βαλτικές ή τις σκανδιναβικές χώρες.

Αποκορύφωμα αυτής της υπερδραστηριότητας ήταν η Τζένα Εϊμπραμς: μια σταρ του twitter με περισσότερους από 70.000 ακολούθους που, όπως αποδείχθηκε τελικά, δεν υπήρξε ποτέ. Η Τζένα ήταν ένα κατασκεύασμα του Κρεμλίνου, ένα τρολ τόσο επιτυχημένο και πειστικό που είχαν να φτάσει να συζητούν μαζί του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ακαδημαϊκοί, διάφορες διασημότητες και –σε μια περίπτωση –ο αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα. Ο αγαπημένος στόχος της Τζένα ήταν φυσικά η Χίλαρι Κλίντον και αγαπημένος της πολιτικής χώρος εκείνος της εναλλακτικής Δεξιάς, που δεν είναι άλλη από την αμερικανική Ακροδεξιά. Η Τζένα του ρωσικού εργοστασίου των τρολ πήγαινε όμως ένα βήμα παραπέρα: τασσόταν, ας πούμε, υπέρ του φυλετικού διαχωρισμού («καλύτερα για όλους, πιστέψτε με, το σκέφτονται ακόμα και οι μαύροι», ενώ «ανέμιζε» το λάβαρο της Συνομοσπονδίας των Πολιτειών του Νότου με επιχείρημα ότι «ο εμφύλιος πόλεμος δεν έγινε για τη δουλεία αλλά για τα λεφτά».

Ο λογαριασμός της Τζέντα Εϊμπραμς ήταν ένας από τους 2.752 λογαριασμούς του twitter που σφραγίστηκαν όταν διαπιστώθηκε ότι είχαν δημιουργηθεί από τη ρωσική Υπηρεσία Διαδικτυακών Ερευνών. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: πόσες Τζέντα Εϊμπραμς υπάρχουν ακόμη στο Διαδίκτυο; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολο να δοθεί. Γιατί ακόμη και αν η Μόσχα κρατά τα σκήπτρα στη δημιουργία των τρολ, υπάρχουν τουλάχιστον τριάντα χώρες στον πλανήτη που έχουν υιοθετήσει την ίδια τακτική για να στηρίζουν φίλους και να καταστρέφουν εχθρούς. Σύμφωνα με την έκθεση «Ελευθερία στο Διαδίκτυο» του ινστιτούτου Freedom House, ανάμεσα σε αυτές είναι η Βενεζουέλα, η Τουρκία, η Κίνα και οι Φιλιππίνες.

Οι χώρες αυτές, αναφέρεται στην έκθεση, «χρησιμοποιούν στρατούς διαμορφωτών της κοινής γνώμης με στόχο τη διάδοση των κυβερνητικών θέσεων, για να προωθήσουν συγκεκριμένες ατζέντες αλλά και για να υπονομεύσουν τους επικριτές της κυβέρνησης». Η δουλειά τους, με άλλα λόγια, είναι να «αλλοιώσουν το πανόραμα της ψηφιακής πληροφόρησης υπέρ εκείνων που κατέχουν την εξουσία». Και είναι μια δουλειά πολύ αποτελεσματική. Στις Φιλιππίνες, για παράδειγμα, το επιτελείο του προέδρου Ροντρίγκο Ντουτέρτε χρησιμοποίησε χιλιάδες ψεύτικους λογαριασμούς για να πετύχει την εκλογή του, ενώ η ίδια μέθοδος επιστρατεύτηκε για την υποστήριξη του τουλάχιστον αμφιλεγόμενου πολέμου που έχει κηρύξει κατά του εμπορίου των ναρκωτικών.

Αυτός ο «στρατός του πληκτρολογίου» δεν εργάζεται δωρεάν –πληρώνεται με δέκα δολάρια την ημέρα. Στην Τουρκία, πάλι, ο στρατός του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν αριθμεί 6.000 άτομα. «Επιστρατεύτηκαν για να χειραγωγήσουν τη δημόσια συζήτηση και να αποδυναμώσουν τους επικριτές της κυβέρνησης» είναι το συμπέρασμα της έρευνας. Στη Βενεζουέλα, τέλος, κυβερνητικοί πράκτορες επιστρατεύτηκαν για να «διασπείρουν ψεύδη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τις διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης, να προκαλέσουν σύγχυση και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του αντιπολιτευτικού κινήματος ενόψει των εκλογών».

Η έκθεση του ινστιτούτου κλείνει με μια μάλλον ανησυχητική διαπίστωση: «Οχι μόνο είναι δύσκολο να εντοπισθεί αυτός ο τύπος χειραγώγησης, αλλά είναι ακόμη πιο δύσκολο να πολεμηθεί σε σχέση με τη λογοκρισία».