«Οι ευκαιρίες που είχε η γενιά μου δεν προσφέρονται στα παιδιά μου και θα ήθελα να ξέρω τον λόγο. Νομίζω ότι είναι ένα λογικό ερώτημα». Τη δήλωση αυτή κάνει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» ο Σταν Γουέμπστερ, ένας 64χρονος συνταξιούχος δάσκαλος και πατέρας τεσσάρων παιδιών. Και θα μπορούσε να αποτυπώνει αυτό που οι ειδικοί στη Βρετανία χαρακτηρίζουν «διαγενεακή ενοχή», τις τύψεις δηλαδή που νιώθει η μεγαλύτερη γενιά για τις συνθήκες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι νεότερες.

Ο ίδιος μεγάλωσε σε μια εργατική κατοικία με τρία δωμάτια στο Ουίγκαν της Βόρειας Αγγλίας. Εκεί μετακόμισε με την οικογένειά του το 1956, τους δυο του γονείς και τα έξι αδέλφια του. Θυμάται ότι το σπίτι δεν είχε ζεστό νερό, ότι η εξωτερική τουαλέτα ήταν τόσο μακριά που πήγαιναν με ποδήλατο και ότι μοιράζονταν το σπίτι με έναν θείο και τους παππούδες του. Θυμάται όμως και κάτι ακόμη: ότι ο ίδιος και η γυναίκα του, Ελέιν, μπόρεσαν να σπουδάσουν χάρις και στην κρατική αρωγή, να εργαστούν και να έχουν μια άνετη ζωή.

Τα παιδιά του όμως δεν έχουν την ίδια τύχη. Και τα τέσσερα έχουν σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Αλλά το ένα από αυτά απολύθηκε και τώρα δυσκολεύεται να βρει μια δουλειά με αξιοπρεπή μισθό. Το άλλο εργάζεται σε καθεστώς ημιαπασχόλησης σε διάφορες δουλειές. Αποτέλεσμα; «Η τράπεζα του μπαμπά και της μαμάς», όπως αποκαλεί ο ίδιος την οικονομική ενίσχυση που αναγκάζεται να προσφέρει στα παιδιά του, είναι ακόμη ανοικτή.

ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΕΔΑΦΟΣ. Πώς μεταφράζεται πολιτικά η απελπισία που προκαλείται από αυτήν την κατάσταση; Κάποιοι συνδέουν εκείνη τη «χρυσή εποχή» με τους Συντηρητικούς και νοσταλγούν εκείνες τις ημέρες που το νησί διοικούσε μια αυτοκρατορία χωρίς να αισθάνεται υπόλογο στις Βρυξέλλες. Αλλοι όμως κάνουν μια αριστερή ανάγνωση: θεωρούν ότι ο μεταπολεμικός ανελκυστήρας της κοινωνικής προόδου έχει σταματήσει να δουλεύει σωστά και πρέπει επομένως να επιδιορθωθεί.

Στα μάτια τους, ο κατάλληλος άνθρωπος για να κάνει αυτή τη δουλειά είναι ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν. «Δεν θεωρώ ότι είναι λαϊκιστικής» λέει ο Σταν Γουέμπστερ. «Αυτό που βλέπω είναι πως υπερασπίζεται μια οικονομική πολιτική που βοήθησε μια ολόκληρη γενιά να προοδεύσει». Και αυτή δεν είναι η άποψη μόνο ενός 64χρονου συνταξιούχου. Φαίνεται μάλιστα ότι ο 68χρονος ηγέτης των Εργατικών συγκινεί περισσότερο το νεανικό ακροατήριο, αφού οι ψηφοφόροι κάτω των 30 ετών ψήφισαν μαζικά το κόμμα του στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου.

«Διαγενεακή δικαιοσύνη». Από την άλλη πλευρά, αυτό το αίσθημα ενοχής που διακατέχει τους μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους κάνει κάποιους από αυτούς να στρέφονται προς τους Εργατικούς, καθώς έτσι αισθάνονται ότι θα αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Είναι αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «διαγενεακή δικαιοσύνη» και θεωρούν αποφασιστικής σημασίας παράγοντα στις νίκες που πέτυχαν εντελώς απρόσμενα οι Εργατικοί σε περιφέρειες όπως το Καντέρμπουρι και το Κένσιγκτον.

«Ο κόσμος βλέπει την κατάσταση και αντιλαμβάνεται ότι εάν έχει περισσότερα από ένα παιδιά, ακόμη και η τεράστια αύξηση της αξίας των ακινήτων που κατέχουν δεν είναι αρκετή για να αντισταθμίσει το γεγονός ότι η ιδιοκτησία είναι πλέον πολύ ακριβή για να μπορέσει να την αποκτήσει η επόμενη γενιά» σημειώνει ο Τζέρεμι Γκίλμπερτ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου. Η προηγούμενη γενιά δεν ξεχνά επίσης ότι οι συντάξεις της προστατεύονταν από τον πληθωρισμό ή ότι κάθε χρόνο λάμβανε επίδομα θέρμανσης.

Πρόκειται για κοινωνικά ωφελήματα που η νεότερη γενιά δεν μπορεί να φανταστεί. Αντίθετα, πολλοί νέοι βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλά φοιτητικά δάνεια, συνέπεια της αύξησης των διδάκτρων που είχε επιβάλει η κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών – Φιλελευθέρων στο πλαίσιο της πολιτικής λιτότητας που είχε υιοθετηθεί για την οικονομική κρίση. Στη δική τους περίπτωση, ο ανελκυστήρας οδηγεί μόνο προς τα κάτω.

Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ MILLENNIALS. Είναι ένα πρόβλημα που κανένας πια δεν μπορεί να προσποιείται ότι δεν γνωρίζει: σύμφωνα με έκθεση του βρετανικού Κοινοβουλίου που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο χρόνο, η γενιά των millennials, δηλαδή εκείνων που γεννήθηκαν από το 1981 έως το 2000, «είναι η πρώτη στη σύγχρονη εποχή που οικονομικά βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με την προηγούμενη».