Πριν από λίγο καιρό βρέθηκα ως εξωτερικός παρατηρητής δίπλα σε μισό εκατομμύριο κόσμο στη μεγάλη διαδήλωση της Βαρκελώνης ενάντια στην κυβέρνηση Ραχόι και την επιβολή του άρθρου 155. Είδα από κοντά τον θυμό, την αγανάκτηση, την αίσθηση της ασφυξίας που μοιράζονται πολλοί κάτοικοι της καταλανικής πρωτεύουσας. Πλείστες οι αναφορές στον Φράνκο: «επέστρεψε», είναι η χαρακτηριστική φράση που επαναλαμβάνονταν σε γκραφίτι και στένσιλ για να δηλώσει αυτή την αίσθηση της επιστροφής στον χρόνο σαράντα χρόνια πίσω, τότε που ο Caudillo ήταν ακόμα εν ζωή και όριζε με αυταρχισμό τις τύχες της χώρας. «Ραχόι, ο Φράνκο είναι περήφανος για σένα», ανέφερε ένα πανό. Αλλα πλακάτ έγραφαν «λευτεριά στους πολιτικούς κρατούμενους», εννοώντας τον Τζόρδι Σάντσεθ της Καταλανικής Εθνοσυνέλευσης και τον Τζόρδι Κουσάρ, της ιστορικής πολιτιστικής εταιρείας Ομνιουμ, που ουσιαστικά κατέστησαν την επεισοδιακή διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου εφικτή. Οι ιαχές «Ελευθερία, Ελευθερία» (Llibertat) και το εμφατικό σλόγκαν «Ούτε βήμα πίσω» κυριαρχούσαν. Πολύ νέος κόσμος.

Αυτό που μου είπαν πολλοί Καταλανοί αυτές τις μέρες είναι πως η παρακαταθήκη αυτού του ταυτοτικού κινήματος είναι ακριβώς οι νέες γενιές που πολιτικοποιηθήκαν και βγήκαν στους δρόμους με την κραυγή «Elscarrers seran semprenostres» (Οι δρόμοι θα είναι πάντα δικοί μας). «Αν δεν γίνει τώρα θα γίνει σίγουρα σε δέκα χρόνια», μου είπε για την ανεξαρτησία με σιγουριά μια εξηντάρα καταλανή ακαδημαϊκός που θυμάται έντονα τις στιγμές που διαδήλωνε η ίδια νέα το 1976 για αυτονομία, επιμένοντας πως το τωρινό κίνημα είναι πολύ πιο πολυσυλλεκτικό και δυναμικό από τότε.

Η Μαδρίτη λοιπόν εφαρμόζει το άρθρο 155 επαναφέροντάς μνήμες του παρελθόντος. Ακυρώνεται ντε φάκτο η αυτονομία, την στιγμή που η γενική εισαγγελία ετοιμάζεται να απαγγείλει εναντίον του Πουιτζντεμόν κατηγορία για «εξέγερση» –κατηγορία που επισείει ποινή κάθειρξης τριάντα ετών. Ο ίδιος ο Πουιτζντεμόν επαναλαμβάνει πως «αυτό είναι το μεγαλύτερο πλήγμα στην καταλανική αυτονομία από την εποχή του Φράνκο». Πέρα από την αληθοφάνεια αυτής της παραδοχής, δεν είναι λίγοι οι κίνδυνοι σχετικοποίησης αυτού του τραυματικού παρελθόντος με την διαρκή επίκλησή του ισπανού δικτάτορα.

Οι εθνικιστές Καταλανοί θεώρησαν πως η συμπάθεια που δημιούργησε η καταστολή της 1ης Οκτωβρίου και η πρωτοφανής έλλειψη κατανόησης και ευελιξίας από πλευράς κεντρικής κυβέρνησης θα οδηγούσε στη διεθνή κατακραυγή. Κυκλοφόρησαν μάλιστα κι ένα βίντεο με μια νεαρή κοπέλα που κάνει δακρυσμένη έκκληση για βοήθεια λόγω της «συστηματικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Καταλωνία», αντιγράφοντας ένα αντίστοιχο δραματικό βίντεο με μια κοπέλα που έκανε έκκληση για τη μοίρα της Ουκρανίας πριν από κάποια χρόνια. Πέρα από τον μελοδραματικό τόνο του βίντεο και τις χοντροκομμένες ανακρίβειές του –για παράδειγμα την επίκληση του καταλανικού έθνους ως όλου, ενώ είναι γνωστό πως υπάρχει πολυδιάσπαση σε σχέση με το καυτό ζήτημα των ημερών, αλλά και την παρουσίαση της καταστολής του δημοψηφίσματος ως τραγικής καθημερινότητας –αποδίδεται με πειστικό τρόπο η ακραία συναισθηματική κατάσταση πολλών Καταλανών σήμερα, αλλά και η ψευδαίσθησή τους πως θα επενέβαινε υπέρ τους κάποιου είδους εξωτερική δύναμη.

Το μακρινό 1954, και με πολύ πρόσφατη ακόμα την εμφύλια σύγκρουση, ο μεγάλος καταλανός ιστορικός Τζάουμε Βίσενς Βίβες έγραφε σ’ ένα από τα πιο γνωστά και εν τέλει προφητικά κείμενα του για την Καταλωνία πως ο Μινώταυρος, αυτό το μυθολογικό τέρας, συνεχίζει να ζει με τη μορφή του σκληρού ισπανικού κράτους, με το οποίο οι συμπατριώτες του δεν ξέρουν πώς να αναμετρηθούν. «Ο Μινώταυρος είναι η εξουσία. Κάποιες φορές η εξουσία μεταμφιέζεται, υιοθετώντας αγαθές και φιλειρηνικές μορφές (…) Αυτή είναι η εξαίρεση. Συνήθως είναι απόμακρη και εμπνέει σεβασμό. Αν και αφηρημένη στη θεωρία, είναι όμως μια καθημερινή πραγματικότητα που πρέπει να ξέρεις πώς να τη χειριστείς. Υπάρχουν λαοί που είναι εξοικειωμένοι με τον Μινώταυρο και άλλοι που δεν ξέρουν πώς να το αντιμετωπίσουν. Η τελευταία είναι η περίπτωση της Καταλωνίας».

Αυτό είναι λίγο-πολύ το κλίμα στην Βαρκελώνη του Οκτωβρίου του 2017. Από την άλλη είναι εμφανές πως δεν υπήρχε σαφής στρατηγική σε σχέση με την επόμενη μέρα, ειδικά μετά την μετανάστευση μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που έσπευσαν να μεταφέρουν την έδρα τους εκτός Καταλωνίας, μεταξύ των οποίων παραδοσιακές καταλανικές επιχειρήσεις όπως η Codorniu και η Freixenet, παραγωγοί της περίφημης cava catalana, του καταλανικού αφρώδους οίνου, που είναι το σήμα κατατεθέν της περιοχής. Αυτό που λέγεται κατά κόρον στην Βαρκελώνη είναι πως οι πιέσεις που υπέστησαν οι εν λόγω επιχειρηματίες από τη Μαδρίτη ήταν αφόρητες.

Φαίνεται όμως πως όλα αυτά αποδεικνύουν το γεγονός πως η τακτική που ακολούθησαν οι καταλανικές πολιτικές ελίτ ήταν ακραία βολονταριστική: το λεγόμενο posibilismo, όπως λέγεται στα ισπανικά, κοινώς βλέπουμε μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε, χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική για το μετά, εγκλωβίζοντας έναν ολόκληρο λαό σε ένα διαρκές αδιέξοδο. Το κόστος όμως μπορεί να είναι πολύ μεγάλο με παρατεταμένη αστάθεια που μπορεί μακροπρόθεσμα να αποσταθεροποιήσει ολόκληρη την ισπανική δημοκρατία, αν όχι και ολόκληρη την Ευρώπη που μαστίζεται όσο ποτέ από φυγόκεντρες δυνάμεις.

Ο Κωστής Κορνέτης είναι ερευνητής CONEX-Marie Curie στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης. Το βιβλίο του

«Τα παιδιά της δικτατορίας» κυκλοφορεί από τις εκδ. Πόλις