Ποτέ Ουάσιγκτον και Αγκυρα δεν είχαν χειρότερες σχέσεις τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Κι αν υπάρχει ένα σημείο που τουλάχιστον σε αυτή τη φάση μοιάζει να μην έχει επιστροφή αυτό τοποθετείται χρονικά στις 8 Οκτωβρίου όταν και οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αναστείλουν την έκδοση βίζας για τους τούρκους πολίτες ως αντίμετρο σε σειρά συλλήψεων από τις τουρκικές Αρχές προσώπων που σχετίζονται με τις αμερικανικές προξενικές Αρχές. Η Τουρκία πέρασε στην αντεπίθεση ανακοινώνοντας ότι δεν θα δέχεται πλέον αιτήσεις για βίζα από τους αμερικανούς πολίτες.

Οι επιπτώσεις τις αντεπίθεσης δεν άργησαν να φανούν σε μια χώρα που μόνο τον περασμένο χρόνο υποδέχθηκε περισσότερους από 450.000 αμερικανούς επισκέπτες: η λίρα έχασε το 6,6% της αξίας σε σχέση με το δολάριο, ποσοστό που συνιστά τη μεγαλύτερη πτώση από την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Και οι τουρκικές αερομεταφορές είδαν τις μετοχές τους να χάνουν το 8% της αξίας τους. Το φιτίλι άναψε για ακόμη μία φορά στις 4 Οκτωβρίου όταν οι τουρκικές Αρχές συνέλαβαν στην Κωνσταντινούπολη τον Μετίν Τοπούζ, τούρκο πολίτη που εργαζόταν για το αμερικανικό προξενείο, με τις κατηγορίες της κατασκοπείας και συνωμοσίας. Είχε όμως ανάψει και νωρίτερα με τις συλλήψεις ενός διερμηνέα που εργαζόταν για ένα άλλο αμερικανικό προξενείο στην Τουρκία, ο οποίος υποτίθεται ότι συνεργαζόταν με τους κούρδους αντάρτες, αλλά και ενός αμερικανού πάστορα που φέρεται να είχε επαφές με τους οπαδούς του αυτοεξόριστου στις Ηνωμένες Πολιτείες ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλ.

Σε αυτά τα επεισόδια πρέπει να προστεθεί η καταδίκη πριν από τρεις ημέρες ενός φινλανδού δημοσιογράφου τουρκικής καταγωγής ο οποίος συνεργαζόταν με την αμερικανική εφημερίδα «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» αλλά και το ένταλμα σύλληψης εις βάρος ενός τούρκου υπαλλήλου του αμερικανικού προξενείου στην Κωνσταντινούπολη –από την αστυνομία κρατούνται η γυναίκα του και τα παιδιά του.

Η ενέργεια του τούρκου προέδρου να αποδώσει την ευθύνη για την ένταση ανάμεσα στις δυο πλευρές στον αμερικανό πρεσβευτή στην Αγκυρα Τζον Μπας μάλλον επιδείνωσε παρά βελτίωσε το κλίμα. «Επιτρέψτε μου να είμαι πολύ σαφής, το πρόσωπο που το προκάλεσε αυτό είναι ο εδώ πρεσβευτής. Είναι απαράδεκτο εκ μέρους των ΗΠΑ να θυσιάζουν έναν στρατηγικό εταίρο για έναν πρεσβευτή που δεν ξέρει τη θέση του» ήταν η δήλωση που έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά.

Η εκτίμηση των αναλυτών είναι ότι αξιωματούχοι και από τις δύο πλευρές θα επιχειρήσουν να αποτρέψουν περαιτέρω κλιμάκωση. Επιχείρηση που μοιάζει μάλλον με άθλο εάν λάβει υπόψη του κανείς ότι από τη μία πλευρά του Ατλαντικού βρίσκεται ο Ντόναλντ Τραμπ και από την άλλη ο Ταγίπ Ερντογάν.