«Αυτό το κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας μπορεί να μνημονεύεται από τους ιστορικούς του μέλλοντος όχι ως μια σχέση που τελείωσε, αλλά ως μια νέα συμμαχία που άρχισε». Ηταν το βασικό μήνυμα που εξέπεμψε η Τερίζα Μέι χθες από τη Φλωρεντία, ξεδιπλώνοντας τη σκέψη της για την εταιρική σχέση που πρέπει να χτίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση με τη Βρετανία. Και ήταν ένα μήνυμα – έκκληση: «Παρότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ αποτελεί αναπόφευκτα μια δύσκολη διαδικασία, είναι προς το συμφέρον όλων μας να πετύχουν οι διαπραγματεύσεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι μοιραζόμαστε την ίδια, βαθιά αίσθηση ευθύνης ώστε η μετάβαση να γίνει με τρόπο ομαλό και ορθολογικό, όχι μόνο για τη δική μας γενιά, αλλά και για τη γενιά που έρχεται και θα κληρονομήσει τον κόσμο όπως της τον παραδώσουμε».

Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη; Η βρετανίδα πρωθυπουργός πρότεινε μια «περίοδο μετάβασης» στο τέλος των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση, δηλαδή από τις 31 Μαρτίου του 2019 και για ένα χρονικό διάστημα που δεν διευκρινίστηκε στη Φλωρεντία, αλλά σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες θα είναι δύο ετών. Αυτό σημαίνει ότι έως τις 31 Μαρτίου του 2021 τα πράγματα θα παραμείνουν ως είχαν: ελεύθερη διακίνηση αγαθών και μετακίνηση ανθρώπων σαν η Βρετανία να ήταν ακόμη μέλος της ΕΕ. Σε αυτά τα δύο χρόνια το νησί θα συνεχίσει να συμβάλλει στον προϋπολογισμό της ΕΕ με ένα ποσό της τάξης των 20 δισεκατομμυρίων στερλινών (περίπου 22 δισ. ευρώ).

Μένει να φανεί εάν για τις Βρυξέλλες αυτή θα είναι μια πρόταση που δεν θα μπορέσουν να αρνηθούν ή εάν το ποσό θα κριθεί ανεπαρκές. Αλλά μένουν να φανούν και οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της βρετανικής κυβέρνησης, η οποία έζησε μια νέα φάση τριγμών. Στις αρχές της εβδομάδας, η Τερίζα Μέι άδειασε τον υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον για την παρέμβασή του –με άρθρο 4.200 λέξεων στη «Ντέιλι Τέλεγκραφ» –υπέρ ενός σκληρού Brexit. Ο Τζόνσον τάχθηκε ενάντια στη συνέχιση καταβολής εισφορών στον προϋπολογισμό της ΕΕ κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μετά το Brexit με αντάλλαγμα την πρόσβαση της χώρας στην ενιαία αγορά.

Ο Τζόνσον επανέλαβε στο άρθρο του τον αστήρικτο ισχυρισμό (είχε γίνει «σημαία» της καμπάνιας του Leave) ότι με το Brexit η Βρετανία θα εξοικονομεί 350 εκατ. στερλίνες την εβδομάδα, οι οποίες θα μπορούσαν να διατεθούν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS). Η επανάληψη του ισχυρισμού επικρίθηκε από τον επικεφαλής της βρετανικής Στατιστικής Αρχής Ντέιβιντ Νόργκροουβ ως «ξεκάθαρη κατάχρηση των επίσημων στατιστικών». Η παρέμβαση Τζόνσον ερμηνεύθηκε ως προσπάθειά του να δηλώσει «παρών» στη διεκδίκηση της ηγεσίας των Τόρις όταν τεθεί θέμα αντικατάστασης της Μέι.

«Ο Μπόρις είναι ο Μπόρις» είπε σκωπτικά η Μέι από τον Καναδά όπου βρέθηκε, προσθέτοντας ότι «η κυβέρνηση οδηγείται από το μπροστινό κάθισμα» (αναφορά στο σχόλιο της υπουργού Εσωτερικών Αμπερ Ραντ ότι ο Τζόνσον «μοιάζει να θέλει να οδηγήσει την κυβέρνηση από το πίσω κάθισμα»). «Αυτό που κάνει η κυβέρνηση και με το οποίο το υπουργικό συμβούλιο είναι σύμφωνο είναι να διαπραγματεύεται βάσει των αρχών που έχουμε θέσει για το Brexit» είπε η βρετανίδα πρωθυπουργός.

Μέσα στην εβδομάδα κυκλοφόρησαν φήμες περί παραίτησης του Τζόνσον. Τη φημολογία περί παραίτησης διέψευσε ο ίδιος ο Μπόρις τόσο με δηλώσεις του από τη Νέα Υόρκη όπου βρέθηκε όσο και με διαρροές από το περιβάλλον του. Αλλά και η Μέι εξέφρασε την Τρίτη τη στήριξή της στον υπουργό Εξωτερικών. «Ο Μπόρις κάνει καλή δουλειά ως υπουργός Εξωτερικών» είπε. Σύμφωνα με τους «Τάιμς», ο Τζόνσον υπαναχώρησε από την πρόθεσή του να παραιτηθεί ύστερα από «μυστική συμφωνία» που συνήψε με τη Μέι και αφού έλαβε διαβεβαιώσεις ότι η βρετανίδα πρωθυπουργός δεν θα έλεγε στην ομιλία ότι η χώρα οδεύει προς ένα «μοντέλο Ελβετίας».

Ο Μπόρις βρήκε ανέλπιστο υποστηρικτή στο πρόσωπο του υπουργού Περιβάλλοντος Μάικλ Γκόουβ, επίσης οπαδού του σκληρού Brexit (ο οποίος το καλοκαίρι του 2016 είχε σαμποτάρει την υποψηφιότητα Μπόρις για την αρχηγία του κόμματος). Οι δύο υπουργοί, σύμφωνα με τους «Τάιμς», φοβούνται ότι ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ (οπαδός του μαλακού Brexit) και άλλα κυβερνητικά στελέχη «συνωμοτούν» για μια συμφωνία που θα μαλακώνει το Brexit και θα κάνει παραχωρήσεις προς την ΕΕ «οι οποίες δεν συνάδουν με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος».