Ο φετινός προεκλογικός αγώνας στη Γερμανία είναι υποτονικός. Τα θέματα που κυριαρχούν είναι το Προσφυγικό, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η κοινωνική ανισότητα στα εισοδήματα και τις περιουσίες, η έλλειψη θέσεων σε παιδικούς σταθμούς, η ψηφιακή μετεξέλιξη της κοινωνίας και οι οικολογικές προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους. Η σειρά προτεραιότητας διαφέρει από κόμμα σε κόμμα, όπως διαφέρουν και οι προτάσεις για την επίλυσή τους. Και φυσικά κάθε κόμμα προβάλλει και επί μέρους θέματα, από την αύξηση των συντάξεων μέχρι τη συμμετοχή του γερμανικού στρατού σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις ανά την υφήλιο, που αντικατοπτρίζουν την ιδεολογία του.

Σε γενικές γραμμές και τα έξι ήδη «καθιερωμένα» κόμματα (CDU, CSU, SPD, FDP, Πράσινοι και το κόμμα της Αριστεράς) είναι υπέρ της ευρωπαϊκής ταυτότητας της Γερμανίας και της συνέχισης του δρόμου που οδηγεί στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι μεγάλες διαφορές βρίσκονται στο πώς αντιλαμβάνονται αυτόν τον δρόμο. CDU/CSU, SPD και Πράσινοι είναι υπέρ μιας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης πολιτικής και οικονομικής συνοχής με μεσοπρόθεσμο στόχο τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, με το CDU/CSU και τους Πράσινους να επιδιώκουν αυτή την ολοκλήρωση στη βάση του μικρότερου κοινού παρονομαστή, δηλαδή με πολλά μικρά βήματα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση, ενώ το SPD δεν θα είχε αντίρρηση αυτή να διαμορφωθεί στη βάση του μεγαλύτερου κοινού παρονομαστή, ακόμα και αν αυτό σημαίνει μια ολοκλήρωση πολλών ταχυτήτων. Το FDP θέλει μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία χωρίς μηχανισμούς οικονομικής συνοχής –όμως δεν μας αποκαλύπτει πώς είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Στους αντίποδες του FDP και των άλλων «αστικών κομμάτων», το κόμμα της Αριστεράς επιδιώκει την πανευρωπαϊκή ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και μια Ευρώπη που δεν θα ανήκει στις πολυεθνικές και τις τράπεζες.

Σε εντελώς άλλη κατεύθυνση κινείται το AfD, που ως εναλλακτική λύση για τη Γερμανία ονειρεύεται την επιστροφή στην «παλιά καλή ΕΟΚ» της δεκαετίας το ’80 –κάτι που συνεπάγεται τη διάλυση της ευρωζώνης, ακόμα και με μονομερή αποχώρηση της Γερμανίας, ή ακόμα και τη «συντεταγμένη» διάλυση της Ενωσης. Ομως η ιδέα αυτή εμπεριέχει μια αντίφαση που κάνει την εφαρμογή της αδύνατη, γιατί παραβλέπει το γεγονός ότι αυτό που επιζητεί να αναστήσει δεν υπήρξε ποτέ. Η ΕΟΚ του ’80 θεωρούσε τον εαυτό της ένα βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της μετέπειτα ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για το σύστημα των «ευρωπαϊκών κοινοτήτων» των προηγούμενων δεκαετιών. Με άλλα λόγια, το AfD δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν ήδη από την αρχή του εγχειρήματος ο τελικός σκοπός και ο μονόδρομος που εγγυάται την ελευθερία, την ειρήνη και κατά συνέπεια τη δημοκρατία σε όλη την Ευρώπη. Ενα άλλο στοιχείο της αντίφασης είναι το ότι η διάλυση των αντιπροσωπευτικών δομών της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι το αντίθετο από την εξάλειψη του δημοκρατικού ελλείμματος που υποτίθεται πως επιδιώκει αυτό το κόμμα.

Οσον αφορά δε την ιδέα της μονομερούς αποχώρησης από το ευρώ «για να μην πληρώνουν οι Γερμανοί την καλή ζωή των άλλων», και εδώ οι «στρατηγοί» του AfD παραβλέπουν, ή μάλλον αγνοούν, πως μία τέτοια κίνηση θα είχε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που υπόσχονται: για να αντιμετωπίσει η γερμανική κεντρική τράπεζα τα αρνητικά αποτελέσματα της υπερτίμησης του «νέου μάρκου», θα ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε αύξηση του όγκου του νομίσματος, δηλαδή να δημιουργήσει τεχνητά πληθωρισμό –αυτό που ξορκίζουν όλοι οι γερμανοί λαϊκιστές. Αυτό που ξεχνούν όλοι οι πολέμιοι του ευρώ είναι ότι σήμερα κανένα κράτος της ευρωζώνης δεν έχει επαρκή συναλλαγματικά διαθέσιμα σε τρίτο νόμισμα ή χρυσό που θα του επέτρεπαν να ασκήσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, και αυτό γιατί πολύ απλά το ευρώ είναι ήδη ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.

Στο Προσφυγικό υπάρχει επίσης σε γενικές γραμμές συναίνεση –πάντα με εξαίρεση το AfD. Και εδώ όμως ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες: η γραμμή της καγκελαρίου –που αναγκαστικά ακολουθεί και το CDU –είναι μια όσο το δυνατόν πιο φιλελεύθερη στάση απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες από τρίτες χώρες με απώτερο σκοπό την αντιμετώπιση του όλο και επιδεινούμενου δημογραφικού προβλήματος. Οι Πράσινοι και το κόμμα της Αριστεράς είναι υπέρ μιας εντελώς ανοικτής στάσης της χώρας απέναντι στους πρόσφυγες, υπέρ της πολυπολιτισμικότητας και υπέρ της ενίσχυσης των προσπαθειών ενσωμάτωσης όσων επιθυμούν να ζήσουν στη Γερμανία. Το FDP απαιτεί τη «δίκαιη κατανομή» των προσφύγων σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ και την επιβολή βαριών προστίμων σε όσα δεν συμμορφώνονται με την επιταγή αυτή, ενώ το CSU θέλει την επιβολή ενός ορίου στον ετήσιο αριθμό των προσφύγων που ζητούν άσυλο στη Γερμανία και την άμεση απέλαση όσων δεν έχουν δικαίωμα ασύλου. Το AfD απαιτεί πάλι κάτι που είναι για ανθρωπιστικούς αλλά και για πρακτικούς λόγους ανέφικτο: τη δημιουργία προσφυγικών καταυλισμών στις περιοχές καταγωγής των προσφύγων, και την παραμονή τους στη Γερμανία μόνο κατ’ εξαίρεση, απαιτώντας από τους πρόσφυγες –και γενικά από όλους τους ξένους –την άνευ όρων προσαρμογή τους στον «γερμανικό τρόπο ζωής».

Τα υπόλοιπα αιτήματα του AfD μπορούν να αγνοηθούν, γιατί είτε είναι κατάφωρα αντίθετα προς τις επιταγές του γερμανικού Συντάγματος –όπως π.χ. η διάκριση εις βάρος του Ισλάμ -, είτε είναι αντίγραφα θέσεων άλλων κομμάτων, κυρίως του CDU και του FDP.

Ομως ο κατάφωρος παραλογισμός του AfD δεν είναι λόγος για εφησυχασμό. Γιατί μέσα από τους κόλπους των ήδη καταξιωμένων κομμάτων αναδύεται μια νέα μορφή λαϊκισμού: όχι αυτή των «αγανακτισμένων» του AfD, αλλά ο λαϊκισμός του προέδρου του FDP, Κριστιάν Λίντνερ, ο οποίος διατυμπανίζει με αφίσες και πανό την αρετή της ανυπομονησίας. Μιας ανυπομονησίας που περήφανη και αλαζονική τάζει σε κάθε έναν ό,τι θέλει να ακούσει. Κάτι που παραπέμπει στο πρόσφατο παρελθόν της Ελλάδας και σε έναν άρτι αναρριχηθέντα στην εξουσία πολιτικό, ο οποίος αναγνωρίζει στον εαυτό του μια κάποια οίηση γιατί κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός στα σαράντα του. Και που, αν το κόμμα του βρεθεί στον κυβερνητικό συνασπισμό, ίσως δυναμιτίσει το έργο της Μέρκελ και φέρει την Ευρωπαϊκή Ενωση μπροστά σε μια νέα κρίση.

Ο Νίκος Ψαρρός είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας