Ολοι και όλες, όσοι και όσες είχαν την τύχη να γνωρίσουν ή να προσεγγίσουν την Σιμόν Βέιλ βίωσαν με πόνο τον χαμό της. Ηταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, όχι μόνο λόγω των μεγάλων γεγονότων της εποχής της που διένυσε, αλλά και του χαρακτήρα που αυτά διαμόρφωσαν.

Ηταν απλή, διακριτική, συχνά ντυμένη με ένα ταγέρ Chanel. Σπάνια ανακατευόταν σε κουβέντες και προτιμούσε να προστατεύει την προσωπική της ζωή. Ποτέ δεν την άκουσα να μιλά για τα παιδιά της και σχημάτιζε με τον σύζυγό της, τον Αντουάν Βέιλ, ένα ζευγάρι που τίποτα δεν το χώριζε. Οταν χάθηκε ο Αντουάν, πριν μερικά χρόνια, σκέφτηκα πως η Σιμόν θα δυσκολευόταν πολύ να ζήσει χωρίς αυτόν: δεν την ξαναείδαμε σχεδόν ποτέ στη Γαλλική Ακαδημία της οποίας ήταν μέλος.

Η σχέση μου μαζί της ήταν απόρροια τριών γεγονότων: της εκτόπισής της, του μείζονα ρόλου της στην υπεράσπιση ενώπιον του Κοινοβουλίου του νομοσχεδίου για την εκούσια διακοπή της κύησης και της εκλογής της στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Με τους συστρατιώτες μου στην 1η γαλλική στρατιά το 1944-1945 αγνοούσαμε ακόμη και την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μόνον όταν είδαμε τα πρώτα θύματα να βγαίνουν από τα απελευθερωμένα στρατόπεδα, ντυμένα με ριγωτές πιτζάμες, με το κορμί βασανισμένο από την πιο απάνθρωπη μεταχείριση, αντιληφθήκαμε την τραγωδία.

Οταν εξελέγην πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισα να μεταβώ στο Αουσβιτς προκειμένου να διακηρύξω «ποτέ ξανά». Πρότεινα τότε στη Σιμόν Βέιλ να με συνοδεύσει και είδα πως η σκέψη να ξαναδεί αυτόν τον τόπο τής ήταν αφόρητη. Απέρριψε την πρόσκλησή μου και ουδέποτε συζήτησα ξανά μαζί της τις μνήμες της εκτόπισής της –τόσο οδυνηρές παρέμεναν για εκείνη.

Στην πολιτική εισήλθε το 1974. Μου την πρότεινε ο πρωθυπουργός μου, ο Ζακ Σιράκ, γνωρίζοντας πως ήθελα να βάλω γυναίκες στην κυβέρνηση. Είχε άριστη φήμη ως δικαστής και αποφάσισα να τη διορίσω υπουργό Υγείας […]. Κατά την προεκλογική μου εκστρατεία είχα αναγγείλει πως θα κατέθετα έναν νόμο για την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων. Μου προκαλούσε φρίκη η εικόνα των δικαστηρίων που επέβαλαν σε νεαρές γυναίκες, κατά κανόνα χωρίς πόρους, ποινές εξάμηνης φυλάκισης. […] Συντάξαμε το νομοσχέδιο στο Ελιζέ με τον υπουργό Δικαιοσύνης Ζαν Λεκανιέ, τον υπουργό Εσωτερικών και την υπουργό Υγείας, μοναδική γυναίκα ανάμεσά μας. Οταν ολοκληρώθηκε η σύνταξη, ο υπουργός Δικαιοσύνης μού ζήτησε να μην υπερασπιστεί το νομοσχέδιο ενώπιον του Κοινοβουλίου, παρότι επρόκειτο για τροποποίηση του αστικού κώδικα, λόγω των προσωπικών του πεποιθήσεων και των αρνητικών αντιδράσεων πολλών μελών της πολιτικής και θρησκευτικής του οικογένειας. Αποφάσισα λοιπόν να εμπιστευτώ αυτό το καθήκον στην υπουργό Υγείας.

Η Σιμόν Βέιλ παρουσίασε το νομοσχέδιο με πολύ μεγάλη γενναιότητα, σε μια θυελλώδη συνεδρίαση, με παρεμβαίνοντες να την προσβάλλουν χυδαία. Εμεινε ακλόνητη στις θέσεις της και η μεταρρύθμιση υιοθετήθηκε με τη βοήθεια της αντιπολίτευσης. […]

Η Σιμόν Βέιλ είχε εκφράσει από πολύ νωρίς φιλευρωπαϊκές πεποιθήσεις και επιθυμούσε να συνεισφέρει στην ειρηνική πρόοδο της Ευρώπης. Παρακολούθησε με προσοχή την εξέλιξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τότε που η Γαλλία έδωσε τη συγκατάθεσή της, το 1976, να εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία, με 81 βουλευτές για τη Γαλλία. Οταν ήρθαν οι εκλογές το 1979, δέχθηκε να τεθεί επικεφαλής της λίστας που εκπροσωπούσε το κεντροδεξιό πλειοψηφικό κόμμα. Τα πήγε πολύ καλά, η λίστα της ήρθε άνετα πρώτη.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κλήθηκε λοιπόν να εκλέξει τον πρώτο του πρόεδρο. Πίστευα πως η εκλογή μιας γυναίκας, που είχε κάποτε εκτοπιστεί, θα έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα. Αλλά η ομάδα στην οποία ανήκε η Σιμόν Βέιλ δεν είχε την πλειοψηφία. Χρειαζόταν ενίσχυση.

Τηλεφώνησα στον καγκελάριο της Γερμανίας, τον φίλο μου Χέλμουτ Σμιτ […]. Ενιωσα πως δίσταζε: «Το κόμμα μου έχει ήδη ορίσει υποψήφιο∙ διαθέτει περισσότερες ψήφους από τη Σιμόν Βέιλ». «Ναι, του είπα, αλλά ο συμβολισμός δεν θα είναι εξίσου ισχυρός». «Θα το σκεφτώ», απάντησε ο Χέλμουτ.

Τρεις ημέρες αργότερα, ο καγκελάριος μου τηλεφωνεί: «Κατάφερα να πείσω αρκετούς βουλευτές: θα ψηφίσουν υπέρ της Σιμόν Βέιλ».

Και έτσι, η Σιμόν Βέιλ έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εκανε εκεί, όπως φανταζόμουν, εξαιρετικό έργο.

Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 2008, εξελέγη στη Γαλλική Ακαδημία, με εντυπωσιακή πλειοψηφία. Δεν είχε διεξαγάγει προεκλογική εκστρατεία: η εικόνα της ήταν αρκετή! Την ακούω ακόμη να διαβάζει με συγκινημένη φωνή την όμορφη ομιλία αποδοχής της. Ο Αντουάν και οι γιοι της ήταν καθισμένοι απέναντί της, στις θέσεις που προορίζονται για την οικογένεια.

Αλλά η υγεία της άρχιζε να επιδεινώνεται και την είδαμε λίγες φορές να καταλαμβάνει την έδρα της, που έμενε κενή, σαν ένα σύμβολο.

Ανταλλάξαμε λίγα λόγια με τον Αντουάν, κατόπιν με τη Σιμόν, στη διάρκεια μιας συνάντησης στην πρεσβεία της Γερμανίας. Κι έπειτα, τίποτε! Κάθε φορά που περνούσα μπροστά από το μεγάλο κτίριό της στην πλατεία Βομπάν, πίσω από το Μέγαρο των Απομάχων, αναζητούσα κάποιο σημάδι ζωής.

Η Σιμόν Βέιλ χάθηκε. Οι δημόσιες Αρχές αποτίνουν στη μνήμη της τον λαμπρό φόρο τιμής που της πρέπει.

Και εγώ, τη θυμάμαι. Από ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, η Σιμόν Βέιλ δεν ήταν θρησκευόμενη, μου φαίνεται όμως πως ο χαμός της ρίχνει μια γέφυρα με την αιωνιότητα!

Ο αποχαιρετισμός του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν στη Σιμόν Βέιλ δημοσιεύτηκε στο «Le Figaro Magazine»