Μήπως έχει έρθει η ώρα να συζητήσουμε την αναστροφή του Brexit; Το ερώτημα θέτει ένας άνθρωπος τον οποίο οι Βρετανοί γνωρίζουν πολύ καλά. Ο Τζορτζ Σόρος ήταν ο μεγαλοεπενδυτής που εξαπέλυσε κερδοσκοπική επίθεση στη στερλίνα, από την οποία έβγαλε αμύθητα κέρδη, ενώ η βρετανική οικονομία δεχόταν ισχυρότατο σοκ. Από τότε έχουν περάσει 25 χρόνια και ο Σόρος επιστρέφει στη Βρετανία όχι για να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες της, αλλά για να της προτείνει κάτι που κατά τη γνώμη του θα την προστατέψει.

Η οικονομική πραγματικότητα έχει αρχίσει και συγκρούεται με τις ψεύτικες ελπίδες πολλών Βρετανών, γράφει σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο «Project Syndicate». Πριν από έναν χρόνο, όταν μια ισχνή πλειοψηφία ψήφισε υπέρ της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι Βρετανοί πίστευαν τις υποσχέσεις των ταμπλόιντ και των πολιτικών που υποστήριξαν την εκστρατεία του Leave ότι το Brexit δεν θα προκαλούσε πτώση του βιοτικού τους επιπέδου. Πράγματι, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αλλά δεν συνέβη επειδή αυξήθηκαν τα χρέη των νοικοκυριών.

Αυτή η μέθοδος αποδείχθηκε αποτελεσματική μόνο προσωρινά. Η αύξηση της κατανάλωσης επέδρασε θετικά στην οικονομία, αλλά η στιγμή της αλήθειας για τη Βρετανία πλησιάζει. Οπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Αγγλίας, οι μισθολογικές αυξήσεις στη χώρα είναι μικρότερες από τον πληθωρισμό. Επομένως, τα πραγματικά εισοδήματα έχουν αρχίσει να μειώνονται. Καθώς αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί τους επόμενους μήνες, τα νοικοκυριά θα αντιληφθούν πολύ σύντομα ότι το βιοτικό τους επίπεδο πέφτει. Ακόμη χειρότερα, θα αντιληφθούν ότι έχουν υπερχρεωθεί και επομένως θα αναγκαστούν να μειώσουν έτι περαιτέρω την κατανάλωση. Κάτι που δεν θα λειτουργήσει μόνο εις βάρος τους αλλά και εις βάρος της βρετανικής οικονομίας.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σημειώνει ακόμη ο ουγγροεβραϊκής καταγωγής αμερικανός επενδυτής, η Τράπεζα της Αγγλίας έκανε το ίδιο λάθος με το μέσο νοικοκυριό: υποτίμησε τις συνέπειες του πληθωρισμού και τώρα θα προσπαθήσει να ισοφαρίσει τη ζημιά αυξάνοντας τα επιτόκια. Μια τέτοια απόφαση θα είναι ασφαλώς αρνητική για τους δανειολήπτες. Ως αποτέλεσμα, η Βρετανία οδηγείται σε εκείνο το σημείο καμπής που χαρακτηρίζει όλες τις μη βιώσιμες οικονομικές τάσεις. «Αναφέρομαι στη λεγόμενη «αντανακλαστικότητα» (reflexivity), δηλαδή σε εκείνη την κατάσταση κατά την οποία το αίτιο και το αιτιατό διαπλέκονται. Και αυτή η οικονομική πραγματικότητα ενισχύεται από την πολιτική» αναφέρει.

Για τον Σόρος το γεγονός είναι ένα: «Το Brexit είναι μια κατάσταση από την οποία όλοι βγαίνουν χαμένοι, τόσο η Βρετανία όσο και η Ευρωπαϊκή Ενωση». Φυσικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορεί να αλλάξει. Μπορούν όμως να αλλάξουν γνώμη οι Βρετανοί. Κι όπως φαίνεται, αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η απόπειρα της Τερίζα Μέι να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της με πρόωρες εκλογές αποδείχθηκε εντελώς άστοχη: έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή και τώρα αναζητά συμμάχους για να κυβερνήσει. Η συντηρητική ηγέτις δεν πλήρωσε μόνο την πρόταση για τον λεγόμενο «φόρο άνοιας» με τον οποίο ήθελε να επιβαρύνει τους ηλικιωμένους. Τιμωρήθηκε και από την αυξημένη συμμετοχή των νέων, οι οποίοι ψήφισαν τους Εργατικούς σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Γιατί; Επειδή η άποψή τους για την ενιαία αγορά είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από εκείνη της Μέι και του «σκληρού» Brexit. Οι νέοι ανυπομονούν να βρουν καλοπληρωμένες δουλειές είτε στη Βρετανία είτε οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Υπό αυτό το πρίσμα, τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με αυτά του Σίτι, όπου μπορεί να βρει κανείς κάποιες από αυτές τις δουλειές. Αν λοιπόν η Μέι θέλει να παραμείνει στην εξουσία, πρέπει να αλλάξει τη στάση της στις διαπραγματεύσεις. Και για τον Σόρος, υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει αρχίσει να το κάνει. Το Brexit, καταλήγει, θα χρειαστεί πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί. Και τίποτε δεν αποκλείει πια, οι δύο πλευρές να ξαναπαντρευτούν πριν καν χωρίσουν.