Δευτέρα, 19 Νοεμβρίου του 1990. Η Μάργκαρετ Θάτσερ βρίσκεται στο Παρίσι για μια Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα, στη Βρετανία, το κόμμα της οργανώνει ψηφοφορία για την ανάδειξη του νέου ηγέτη του. Η Θάτσερ είναι υποψήφια για τη διαδοχή της, αλλά ο αντίπαλός της Μάικλ Χέζελταϊν αποσπά περισσότερες ψήφους από εκείνη. Διαπιστώνοντας, με την επιστροφή της στο Λονδίνο στις 21 Νοεμβρίου, πως δεν θα καταφέρει να επικρατήσει στον δεύτερο γύρο και να διατηρήσει τη στήριξη των υπουργών της, η Μάργκαρετ Θάτσερ αποφασίζει να παραιτηθεί από τα καθήκοντά της στο Συντηρητικό Κόμμα και την κυβέρνηση, αφήνοντας τον πρωθυπουργικό θώκο κενό έπειτα από εντεκάμισι χρόνια στην εξουσία.

Αυτή τη μικρή αναδρομή στο παρελθόν έκανε χθες η «Libération», λίγες ώρες πριν ανεβεί τα σκαλιά του Ελιζέ η Τερίζα Μέι, για ένα δείπνο εργασίας με τον Εμανουέλ Μακρόν αφιερωμένο στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και δη στη διασφάλιση ότι το Ιντερνετ «δεν θα αποτελεί ασφαλή χώρο για τους εξτρεμιστές» –αν και το Brexit επιβλήθηκε αναπόφευκτα όσο και ανεπίσημα στη συζήτηση. «Το μέλλον θα δείξει αν το ταξίδι στο Παρίσι θα έχει την ίδια κατάληξη για την Τερίζα Μέι όπως και για τη Μάργκαρετ Θάτσερ» προσυπέγραψε η «Figaro».

Το κοντράστ ανάμεσα στην επισκέπτρια και τον οικοδεσπότη, πάντως, δεν ξέφυγε από κανέναν. Μια πρωθυπουργός «ζωντανή-νεκρή», όπως έλεγε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Φρανσουά Εσμπούρ από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών του Λονδίνου, και ένας πρόεδρος που μπορεί να διεκδικεί χωρίς να προκαλεί ειρωνικά σχόλια το (προεκλογικό) σύνθημα της Μέι «ισχύς και σταθερότητα», όπως σημείωνε ο αρθρογράφος της «Guardian» Τζον Χένλεϊ. Εκείνη μόλις βίωσε ένα εκλογικό φιάσκο. Εκείνος ετοιμάζεται να βιώσει την ερχόμενη Κυριακή, στον δεύτερο κοινοβουλευτικό γύρο, ακόμα έναν εκλογικό θρίαμβο.

Ο Εμανουέλ Μακρόν καλωσόρισε θερμά την Τερίζα Μέι, κάνοντας λόγο για μια επίσκεψη που «συμβολίζει άριστα τον δεσμό που ενώνει τις δύο χώρες μας, την αλληλεγγύη και την αποτελεσματικότητα, τη μνήμη και την προβολή στο μέλλον, τη φιλία και τη θέληση να εργαστούμε από κοινού». Κατόπιν εξέφρασε εκ νέου την οδύνη της Γαλλίας για τις επιθέσεις στην Αγγλία. Και δημοσιοποίησε, όπως είχε προαναγγελθεί, ένα κοινό σχέδιο δράσης ώστε να αναχαιτιστεί η τζιχαντιστική προπαγάνδα και η στρατολόγηση τρομοκρατών μέσω Ιντερνετ. Και οι δύο ηγέτες άλλωστε έχουν θέσει ενώπιον των ευθυνών τους τις τεχνολογικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των σόσιαλ μίντια, που επιτρέπουν τη διασπορά εξτρεμιστικού περιεχομένου καθώς και τις υπηρεσίες κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, που γίνονται συχνά όπλο στα χέρια των τζιχαντιστών. «Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και η εκρίζωση του εξτρεμισμού είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε» δήλωσε η Τερίζα Μέι.

Οσο καλά χορογραφημένη και αν ήταν η κοινή συνέντευξη Τύπου, ωστόσο, οι διαφωνίες ανάμεσα στους δύο ηγέτες ήταν ξεκάθαρες. Υπέρμαχος μιας σκληρής γραμμής έναντι της Βρετανίας στο μέτωπο του Brexit, ο Μακρόν επανέλαβε την επιθυμία του να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις «το συντομότερο δυνατό», με επικεφαλής την Κομισιόν. Υπογράμμισε βέβαια ότι «η πόρτα της ΕΕ είναι πάντα ανοιχτή» για τη Βρετανία, «όσο οι διαπραγματεύσεις για το Brexit δεν έχουν ολοκληρωθεί» –όμως «μόλις ξεκινήσουν, είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνουμε πίσω». «Το χρονοδιάγραμμα παραμένει σε ισχύ και οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν την ερχόμενη εβδομάδα» διαβεβαίωσε από την πλευρά της η Τερίζα Μέι, χαρακτηρίζοντας «παραγωγικές» τις συνομιλίες της με το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (της Βόρειας Ιρλανδίας) για τον σχηματισμό μιας «σταθερής κυβέρνησης». «Είναι σαφές ότι η Τερίζα Μέι πήγε στο Παρίσι ενδεδυμένη τον πρωθυπουργικό της μανδύα σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τη θέση της στο Λονδίνο» σχολίαζε ο πολιτολόγος Κόλιν Τάλμποτ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.