Αν και είχε αποκλείσει επανειλημμένως το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, τελικά τον Απρίλιο η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου εξέφρασε την πρόθεσή της για διενέργεια εκλογών τον Ιούνιο. Η ισχύουσα νομοθεσία δεν δίνει στην κυβέρνηση το προνόμιο προκήρυξης πρόωρων εκλογών. Διενεργούνται αν η κυβέρνηση απολέσει τη δεδηλωμένη ή με απόφαση της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία δύο τρίτων. Στην προκειμένη περίπτωση, η Βουλή –συμπεριλαμβανομένων των Εργατικών –στήριξε την πρόταση της κυβέρνησης με μεγάλη πλειοψηφία (522 υπέρ, 13 κατά).

Οι λόγοι που οδήγησαν την πρωθυπουργό στην αλλαγή στάσης είναι πολλοί. Πρώτος και βασικός, η θέση αδυναμίας στην οποία είχε περιέλθει η αξιωματική αντιπολίτευση. Η Μέι φαίνεται να «έμαθε» από το πάθημα του πρώην πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος δίστασε να πάει σε εκλογές μόλις διαδέχτηκε τον Τόνι Μπλερ στην πρωθυπουργία, μολονότι ήταν ψηλά στις δημοσκοπήσεις. Εδωσε έτσι χρόνο στους Συντηρητικούς να ανασυνταχθούν. Προφανώς, η Πρωθυπουργός θεώρησε ότι το πιθανότερο είναι να μην υπάρξει ευνοϊκότερη συγκυρία μέχρι το 2020 (όταν, δηλαδή, ήταν προγραμματισμένες οι επόμενες εκλογές). Δεύτερος, άμεσα συνδεδεμένος με τον πρώτο, λόγος είναι ότι η Μέι γνωρίζει πως θα υπάρξει αναπόφευκτο πολιτικό κόστος από τις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μολονότι η διαδικασία αποχώρησης τυπικά έχει ξεκινήσει, οι ουσιαστικές (και επώδυνες) διαπραγματεύσεις δεν έχουν αρχίσει. Τρίτος λόγος είναι η προσπάθεια της Μέι να συσπειρώσει γύρω της τους Συντηρητικούς, οι οποίοι ήταν και εξακολουθούν να είναι διχασμένοι όσον αφορά την παραμονή αλλά και γενικότερα τη σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ. Ας μην ξεχνάμε ότι, εν πολλοίς, η απόφαση για το δημοψήφισμα ήταν ουσιαστικά μια απόπειρα ξεκαθαρίσματος εσωκομματικών λογαριασμών εντός των Συντηρητικών. Αυτή η προσπάθεια της Μέι δεν είναι εύκολη. Πρέπει να πείσει τους ακραιφνείς ευρωσκεπτικιστές ότι, μολονότι η ίδια είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής στην ΕΕ πριν από το δημοψήφισμα, έγινε έκτοτε ειλικρινής υπέρμαχος του Brexit, αλλά και να καθησυχάσει από την άλλη τους φιλευρωπαϊστές ότι θα προσπαθήσει η έξοδος από την ΕΕ να είναι το λιγότερο δυνατόν επώδυνη. Οι εκλογές αυτή τη χρονική στιγμή είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για τη Μέι να στείλει στους ψηφοφόρους και στους βουλευτές του κόμματος αυτά τα –εν πολλοίς αντιφατικά –μηνύματα. Ισως ένας επιπλέον λόγος να είναι το «στίγμα» της ανάληψης της πρωθυπουργίας λόγω «διαδοχής» και όχι εκλογής. Στο βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα το «στίγμα της διαδοχής» είναι πολιτικό μειονέκτημα, ακόμη και όταν η διαδοχή δεν παίρνει τη μορφή «παράδοσης δαχτυλιδιού», αλλά είναι αποτέλεσμα δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών, όπως στην περίπτωση της Μέι.

Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται είναι γιατί οι Εργατικοί έδωσαν τη συγκατάθεσή τους –χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να γίνουν πρόωρες εκλογές. Η απάντηση είναι ότι οι Εργατικοί από την αρχή, πατώντας στο «στίγμα της διαδοχής», κατηγορούσαν τη Μέι ότι στερείται ουσιαστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων όπως η κατεύθυνση της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ. Η κίνηση της Μέι να σηκώσει το γάντι δεν άφησε πολλά πολιτικά περιθώρια στους Εργατικούς, παρά να υποστηρίξουν την πρότασή της.

Ο κύριος στόχος της Πρωθυπουργού είναι να αυξήσει την μικρή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία (330 βουλευτές επί συνόλου 650). Ωστόσο, παρότι η Μέι προκάλεσε εκλογές από θέση ισχύος, η επιλογή της ενέχει ρίσκο σχετικά με δύο θέματα: το εκλογικό σύστημα και το πολιτικό διακύβευμα των εκλογών όπως το εκλαμβάνουν οι ψηφοφόροι . Σε ό,τι αφορά το πρώτο, οι εκλογές διενεργούνται με πλειοψηφικό σύστημα με μονοεδρικές περιφέρειες, σύστημα που ευνοεί τη δημιουργία σταθερών κυβερνήσεων αλλά δεν είναι το πλέον αντιπροσωπευτικό. Για παράδειγμα, το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) εξέλεξε μόνο έναν βουλευτή στις εκλογές του 2015, μολονότι έλαβε το 12,6% σε όλη την επικράτεια. Από την άλλη, οι Σκωτσέζοι Εθνικιστές εξέλεξαν 50 βουλευτές, λαμβάνοντας το 4,7%. Κατά συνέπεια, το μεγάλο προβάδισμα των Συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε αύξηση κοινοβουλευτικής δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι οι εκλογές θα κριθούν κυρίως στις περιφέρειες στις οποίες η διαφορά ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα ήταν μικρή. Εδώ ακριβώς τίθεται το ζήτημα του εκλαμβανόμενου πολιτικού διακυβεύματος σε αυτές τις περιφέρειες. Η πρωθυπουργός προσπάθησε να παρουσιάσει ως το διακύβευμα των εκλογών τη σκληρή γραμμή διαπραγμάτευσης με την ΕΕ, με την ίδια εγγυήτρια. Σκοπός της είναι ο «επαναπατρισμός» των ευρωσκεπτικιστών ψηφοφόρων από το UKIP. Από την πλευρά τους, οι Εργατικοί επιδιώκουν να μεταφέρουν το επίκεντρο της αναμέτρησης στη βελτίωση του κοινωνικού κράτους ύστερα από επτά χρόνια περικοπών. Ο κίνδυνος για τη Μέι είναι να καταφέρουν οι Εργατικοί να κεφαλαιοποιήσουν την έξαρση του λαϊκού αισθήματος για αλλαγή σε καίριες εκλογικές περιφέρειες, το οποίο ναι μεν εκφράστηκε στο δημοψήφισμα ως ψήφος υπέρ του Brexit, αλλά έχει βαθύτερα αίτια που σχετίζονται με τη χρόνια παραμέληση των περιοχών αυτών από την κεντρική διοίκηση. Ετσι εξηγείται και ο καθαρά αριστερός τόνος των εξαγγελιών των Εργατικών. Ας σημειωθεί πως, μολονότι οι δημοσκοπήσεις τον Απρίλιο έδιναν προβάδισμα στους Συντηρητικούς της τάξεως των 20 ποσοστιαίων μονάδων έναντι των Εργατικών, η εικόνα φαίνεται να αλλάζει και η διαφορά έχει φτάσει στις 5 μονάδες δύο εβδομάδες πριν από την εκλογική αναμέτρηση.

Υπάρχει όμως και ένα (μεσοπρόθεσμο) πολιτικό ρίσκο που παίρνει η Μέι, ακόμη και αν επικρατήσει. Το ρίσκο έγκειται στην ανασυγκρότηση των Εργατικών έπειτα από μια εκλογική ήττα ή/και στη δημιουργία νέου πολιτικού φορέα στον χώρο του Κέντρου, ο οποίος θα μπορέσει να ενώσει τις κατακερματισμένες φιλευρωπαϊκές και φιλελεύθερες δυνάμεις. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ενδέχεται η πρωθυπουργός να έχει απέναντί της έναν υπολογίσιμο αντίπαλο, αντί για μια αδύναμη αντιπολίτευση όταν η ουτοπία του Brexit θα προσκρούσει στη σκληρή πραγματικότητα της διαπραγμάτευσης.

Τέλος, μια ευρεία επικράτηση των Συντηρητικών δεν πρέπει να ερμηνευθεί απαραίτητα ως κατάφαση του σκληρού Brexit. Υπάρχουν πολλοί Συντηρητικοί βουλευτές που δεν επιθυμούν αυτή την εξέλιξη, όπως ο βετεράνος Κεν Κλαρκ, η πρώην υπουργός Αννα Σούμπρι αλλά και μέλη της ίδιας της κυβέρνησης. Μολονότι σχεδόν όλοι οι φιλευρωπαϊστές Συντηρητικοί βουλευτές (με την φωτεινή εξαίρεση του Κεν Κλαρκ) στήριξαν έως τώρα την κυβέρνηση υπερψηφίζοντας την πρόταση για έναρξη της διαδικασίας αποχώρησης, η «άνευ όρων» υποστήριξή τους στο μέλλον δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Κατά συνέπεια, σημαντικοί παράγοντες που θα καθορίσουν τα περιθώρια ελιγμών –ακόμη και «κυβίστησης» –είναι η ανθρωπογεωγραφία και οι εσωτερικές ισορροπίες της νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Ο δρ Αρης Γεωργόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ