To Καράκας είναι σαν roller coaster, αυτό το τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει τρομακτικά. Το να διασχίσει κάποιος την πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, όπου εδώ και τρεις εβδομάδες πραγματοποιούνται καθημερινά αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, είναι ένα ταξίδι σε παράλληλους κόσμους, σε αντίθετες εικόνες της πραγματικότητας και δυσλειτουργίες –αυτή είναι η καθημερινή ζωή πολλών Βενεζουελανών.

Στη γειτονιά του Πετάρε, μία από τις πιο φτωχές της χώρας και με υψηλή εγκληματικότητα, οι ουρές έξω από τα καταστήματα –που προστατεύονται με βαριά κάγκελα και λουκέτα –είναι μεγάλες. Καθένα έχει τους κανόνες του. Για παράδειγμα, στο μαγαζί του Ντάγκλας Γκουτιέρεζ κάθε πελάτης μπορεί να αγοράσει έως τέσσερα πακέτα ρύζι, τέσσερα πακέτα ζάχαρη και τέσσερα μπουκάλια λάδι. Ενα σακί ρύζι κοστίζει 4.700 μπολίβαρ, περίπου ένα δολάριο, τιμή που πολλαπλασιάζεται στη μαύρη αγορά, γνωστή ως bachaqueo.

Η Βενεζουέλα, μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του κόσμου, πλήττεται από τεράστιο πληθωρισμό. Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο από 1.700% μέσα σε δύο χρόνια. Στο εμπορικό κέντρο Τολόν, μια ευρωπαϊκή μπλούζα κοστίζει περισσότερο από τρεις βασικούς μισθούς των 40.000 μπολίβαρ, δηλαδή 10 δολάρια. Ομως οι κάτοικοι του Καράκας δεν μπορούν να βρουν ούτε φάρμακα ούτε πάνες στα φαρμακεία. «Ο κόσμος λιμοκτονεί» λέει ο Ισμαήλ Γκαρσία, βετεράνος πολιτικός που υποστήριζε τον Ούγκο Τσάβες αλλά τώρα είναι βουλευτής της αντιπολίτευσης.

Η κυβέρνηση Μαδούρο παρενέβη στην αγορά με τις αποκαλούμενες CLAP. Πρόκειται για τοπικές επιτροπές τροφοδοσίας και παραγωγής που ελέγχουν το μοίρασμα προϊόντων, όπως το αλεύρι ή το γάλα σε σκόνη. O Ενρίκε Καπρίλες, στέλεχος της αντιπολίτευσης, καταγγέλλει ότι με τον τρόπο αυτόν το κυβερνών κόμμα «εκβιάζει» τους πολίτες. Κάτι παρόμοιο έκανε ο Τσάβες στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης με την επιχείρηση Μπάριο Αντέντρο. Υλοποιήθηκε με την υποστήριξη της Κούβας και λειτουργεί ακόμα, ύστερα από μία δεκαετία, αν και επηρεάζεται σημαντικά από ένα εκ των βασικών προβλημάτων στη Βενεζουέλα: τη βία στους δρόμους.

Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κάρλος Βιγέγκας, που διευθύνει ένα διαγνωστικό κέντρο τα τελευταία τρία χρόνια, αφότου έφυγε από το Πετάρε. Δέχεται περίπου 60 ασθενείς κάθε μέρα, όμως παρατηρεί: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ανασφάλεια». Πέρυσι, σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση Παρατηρητήριο Βίας, στη χώρα των 30 εκατομμυρίων κατοίκων σημειώθηκαν 28.479 δολοφονίες.

Βία, απαγωγές και συμμορίες

Στους δρόμους, όμως, δεν μπορεί κάποιος εύκολα να δει αστυνομικούς με στολές. Ισως μόνο πριν ξεκινήσουν οι διαδηλώσεις. Οδοφράγματα, συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, βανδαλισμοί, απαγωγές, ακόμα και επιθέσεις ενόπλων σε νοσοκομεία παίδων από συμμορίες. Τρία άτομα σκοτώθηκαν και εννέα υπέστησαν ηλεκτροπληξία όταν έγινε απόπειρα κλοπής σε φούρνο της συνοικίας Λα Μαγέρ.

«Ολοι αυτοί οι θάνατοι μας στοιχειώνουν. Ο πόλεμος για τη Βενεζουέλα γίνεται και μέσα και έξω από τη Βενεζουέλα» λέει η Εβελία Μανρίκε, αναφερόμενη στην κλασική κατηγορία των τσαβίστας, που αποδίδουν όλες τις διαδηλώσεις στην υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών. Η Αννα Γκονζάλεζ προσθέτει: «Θέλουν να μας βάζουν να αντιμαχόμαστε μεταξύ μας. Ολοι έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα ίδια: την έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων, τη φτωχή υγειονομική περίθαλψη, με όλα όσα συμβαίνουν. Είτε είσαι τσαβίστα είτε όχι, όλοι πεινάμε». Η Αντζι Μπάριο, που εργάζεται στο μετρό, σχολιάζει ότι «αυτό που βλέπουμε στη Βενεζουέλα είναι μια κυβέρνηση και μια αντιπολίτευση που δεν λειτουργούν λογικά».

Οι υπερασπιστές του τσαβισμού

Η καθημερινή ζωή στη Βενεζουέλα χαρακτηρίζεται από μεγάλη πόλωση. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι αντίπαλοι της κυβέρνησης ή όλοι όσοι διαδηλώνουν εναντίον της συμφωνούν απολύτως με τις πολιτικές δυνάμεις που αποτελούν τον συνασπισμό της αντιπολίτευσης. Ολοι όσοι υπερασπίζονται τον τσαβισμό δεν το κάνουν επειδή χειροκροτούν αυτό το μοντέλο, αλλά επειδή προτιμούν τη διατήρηση μιας κάποιας τάξης. Ο Ούγκο Τσάβες, σχολιάζει η «El Pais», κατόρθωσε να ενσταλάξει στη συλλογική πεποίθηση την άποψη μιας εθνικής ανεξαρτησίας και μιας εθνικής υπερηφάνειας που παραμένει σε πολλούς τομείς και συνδέει την έννοια της χώρας με μια πολιτική επιλογή.

Αντικατοπτρίζεται στα λόγια του Γίλσον Ροντρίγκες που κρατούσε το λάβαρο της κολεκτίβας Vencedores Lanzas de Vargas στη διάρκεια της συγκέντρωσης που οργάνωσε η κυβέρνηση, την περασμένη εβδομάδα, για να απαντήσει στην κινητοποίηση της αντιπολίτευσης. «Δεν θα τους επιτρέψουμε να εισβάλουν στη χώρα μας, πρέπει να υπερασπιστούμε την επανάσταση» εξηγεί.

Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας θέλει να μην αλλάξει τίποτα. Η αντιπολίτευση θέλει να αλλάξουν τα πάντα. Εν τω μεταξύ, χρόνο με τον χρόνο η Βενεζουέλα καταρρέει.