Στον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 1969, που είχαν διεξαχθεί πρόωρα λόγω της παραίτησης του Σαρλ ντε Γκωλ, ο κομμουνιστής υποψήφιος Ζακ Ντικλό είχε αποσπάσει ποσοστό 33% μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. Σαράντα τρία χρόνια αργότερα, στις προεδρικές εκλογές του 2012, 33% των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης επέλεξαν να δώσουν την ψήφο τους στην Μαρίν Λεπέν, την επικεφαλής του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου. «Ο Ζορές θα είχε ψηφίσει Εθνικό Μέτωπο», είχε διακηρύξει, εν είδει συνθήματος, το κόμμα το 2009, προκαλώντας τότε μεγάλο θόρυβο. Ο στόχος ήταν και παραμένει απλός: να πλασαριστεί ως εκπρόσωπος των εργατών. Στην κάλπη τουλάχιστον, μοιάζει να το έχει καταφέρει: παρότι το ποσοστό της αποχής αναμένεται να είναι υψηλό μεταξύ των εργατών, οι δημοσκοπήσεις θέλουν την Μαρίν Λεπέν να αποσπά στις επικείμενες πλέον εκλογές 44% των ψήφων σε αυτή την κατηγορία ψηφοφόρων. Ενα ποσοστό πολύ, πολύ υψηλότερο από το 17% του ακροαριστερού Ζαν-Λικ Μελανσόν, καθώς και του Εμανουέλ Μακρόν, το 9% του Σοσιαλιστή Μπενουά Αμόν και το 7% του δεξιού Φρανσουά Φιγιόν.

Είναι μια επιτυχία για την οποία το Εθνικό Μέτωπο έχει «δουλέψει» πολύ, χρόνια τώρα, από τη δεκαετία του 1990 ακόμα, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, βλέποντας την εργατική τάξη να γίνεται περισσότερο δεκτική στο κόμμα, άρχισε να βάζει νερό στη μέχρι τότε ξεκάθαρα φιλελεύθερη ρητορική του –τότε ήταν που ο πολιτολόγος Πασκάλ Περινό επινόησε την έννοια του «αριστερο-λεπενισμού», για τους ψηφοφόρους των λαϊκών στρωμάτων που ψήφιζαν παλαιότερα Αριστερά, ή εξακολουθούσαν να δηλώνουν αριστεροί, και εντούτοις ψήφιζαν Εθνικό Μέτωπο. Τα τελευταία χρόνια, το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν ενθάρρυνε αυτή την τάση μιλώντας συνεχώς για τους «μικρούς» και τους «ξεχασμένους», διεκδικώντας την κληρονομιά όχι μόνο του Ζαν Ζορές αλλά και του Λεόν Μπλουμ ή του Ζορζ Μαρσέ. Οπως σημειώνει στη «Libération» ο Ζερόμ Φουρκέ, διευθυντής του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Ifop, «το Εθνικό Μέτωπο διασφαλίζει την επιτυχία αυτή με την προστατευτική ρητορική του. Απαντά έτσι σε ανασφάλειες τόσο πολιτισμικές όσο και οικονομικές: από τη μια πλευρά, μια μετανάστευση που κάνει τον γάλλο εργάτη να λέει «δεν είναι πια δικό μας αυτό το σπίτι», και από την άλλη, μια παγκοσμιοποίηση που τον βάζει σε ανταγωνισμό με χώρες όπου το κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί μια μεγάλη απόρριψη των ελίτ, καθώς και το διαδεδομένο συναίσθημα πως η Λεπέν «είναι η μόνη που μιλάει για μας, η μόνη που καταλαβαίνουμε τι λέει»».

Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος: το ποσοστό των εργατών επί του ενεργού πληθυσμού έχει μειωθεί τόσο που οι συγκρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές γίνονται περίπλοκες∙ οι εργάτες είναι η τάξη που τείνει να απόσχει περισσότερο από τις εκλογές, 30% απείχαν στις προεδρικές εκλογές του 2012∙ άλλοι ήταν οι εργάτες που ψήφιζαν κάποτε Αριστερά, άλλοι αυτοί που ψηφίζουν τώρα Εθνικό Μέτωπο· το 2012, μόλις 12% των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης που ψήφισαν FN δήλωναν αριστεροί, 49% δήλωναν δεξιοί∙ το τελευταίο διάστημα ο Μελανσόν αύξησε κατά 7% τα ποσοστά του μεταξύ των εργατών, ενώ η Λεπέν τα είδε να μειώνονται κατά 4%. Αλλά η πρωτοκαθεδρία του Εθνικού Μετώπου μεταξύ των γάλλων εργατών είναι αδιαμφισβήτητη.