Με την υπόσχεση να ανοίξει ένα «νέο κεφάλαιο στο αμερικανικό μεγαλείο» ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επισφράγισε την πρώτη του ομιλία στο Κογκρέσο. Σε σαφώς πιο χαμηλούς τόνους, χωρίς καταγγελίες για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Τραμπ επιχείρησε μία πρώτη επανατοποθέτηση των σχέσεών του με τους αντιπάλους του, αν και οι πρώτες κριτικές έκαναν λόγο για μία ομιλία με πολλές ανακρίβειες και λίγες λεπτομέρειες επί της ουσίας.

Προτεραιότητα του νέου αμερικανού προέδρου, όπως έχει τονίσει σε όλους τους τόνους από την προεκλογική του εκστρατεία, η αυστηρότερη επιβολή του νόμου όσον αφορά το ζήτημα της μετανάστευσης, συνώνυμο κατ’ αυτόν με την ασφάλεια και την απασχόληση.

«Ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο του αμερικανικού μεγαλείου», δήλωσε στο ημικύκλιο της Βουλής των Αντιπροσώπων στο Καπιτώλιο, όπου βρίσκονταν επίσης γερουσιαστές, υπουργοί της κυβέρνησής του και μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου. «Βλέπουμε την αναγέννηση του αμερικανικού πνεύματος».

Ο Τραμπ επανήλθε στις βασικές θεματικές της προεκλογικής του εκστρατείας, υποσχόμενος να φέρει πίσω στη χώρα «εκατομμύρια θέσεις εργασίας», καταγγέλλοντας τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που θεωρεί δυσμενείς για τις ΗΠΑ,και χαρακτηρίζοντας προτεραιότητα την πάταξη της εγκληματικότητας.

Οι Δημοκρατικοί ωστόσο, ερχόμενοι σε ρήξη με την αμερικανική πολιτική παράδοση επιφύλαξαν παγερή υποδοχή στον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ, με τους περισσότερους να παραμένουν καθισμένοι, απαθείς, με σταυρωμένα τα χέρια.

Αποδοκίμασαν επίσης ηχηρά την αποστροφή της ομιλίας του για το τείχος στα νότια σύνορα των ΗΠΑ, ενώ γέλασαν ειρωνικά όταν ο Τραμπ είπε με ικανοποίηση πως άρχισε να «αποξηραίνει το βάλτο» της Ουάσινγκτον, μαχόμενος εναντίον των συγκρούσεων συμφερόντων.

Περίπου σαράντα στελέχη των Δημοκρατικών είχαν ντυθεί στα λευκά, χρώμα που συμβολίζει την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, σε μια σιωπηρή διαμαρτυρία.

Αντιθέτως οι Ρεπουμπλικάνοι, που έχουν την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, τον επευφημούσαν συνεχώς, ακόμη πιο ζωηρά όταν αναφέρθηκε στα μεγάλα του σχέδια – την κατασκευή νέων πετρελαιαγωγών, την ανέγερση ενός «μεγάλου τείχους» στα σύνορα με το Μεξικό, τον αγώνα εναντίον της «ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας».

Ο Τραμπ επέμεινε στο ότι ο νόμος θα εφαρμόζεται με μεγάλη αυστηρότητα στα σύνορα, επανερχόμενος σε μία από τις βασικές προεκλογικές του θεματικές σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να δώσει κάποια συνοχή στην πολιτική του δράση, έπειτα από έναν χαοτικό πρώτο μήνα στην εξουσία.

«Εφαρμόζοντας επιτέλους τους νόμους μας για τη μετανάστευση, θα αυξήσουμε τους μισθωτούς, θα βοηθήσουμε τους ανέργους, θα εξοικονομήσουμε δισεκατομμύρια δολάρια και θα αυξήσουμε την ασφάλεια στις κοινότητές μας», τόνισε.

Χωρίς να θίξει άμεσα το ζήτημα των παράτυπων μεταναστών, ο Τραμπ πρότεινε να εγκαταλειφθεί το σημερινό σύστημα και να υπάρξει μια μεταρρύθμιση όσον αφορά τη μετανάστευση «βάσει προσόντων».

Εντός της ημέρας, ο αμερικανός πρόεδρος αναμένεται να υπογράψει νέο εκτελεστικό διάταγμα για τη μετανάστευση, μετά την αναστολή της ισχύος του πρώτου από τη Δικαιοσύνη.

Στο πεδίο της οικονομίας, ο Τραμπ υποσχέθηκε μια «ιστορική» φορολογική μεταρρύθμιση, που θα μειώσει «μαζικά» τους φόρους για τη μεσαία τάξη και θα επιτρέψει στις αμερικανικές εταιρείες να «ανταγωνίζονται τους πάντες».

Προτείνοντας ένα σχέδιο επενδύσεων στις υποδομές – που όμως αναμένεται να συναντήσει αντίσταση από πολλούς ρεπουμπλικάνους – ο Τραμπ κατήγγειλε ότι η χώρα του δαπανά «δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων στο εξωτερικό» την ώρα που οι δικές της υποδομές βρίσκονται σε «αξιοθρήνητη κατάσταση».

Απαίτησε ακόμη από το Κογκρέσο να εγκρίνει μια ιστορική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών (54 δισεκατομμύρια δολάρια, περίπου +10%).

Αν και οι αναφορές του στις διεθνείς υποθέσεις υπήρξαν πολύ συνοπτικές, ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου τόνισε πως ο ρόλος του «δεν είναι να εκπροσωπεί τον κόσμο, αλλά τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής».

Ωστόσο, παρότι τάχθηκε υπέρ μιας θεαματικής αύξησης των στρατιωτικών δαπανών, ο Τραμπ διαβεβαίωσε πως στόχος είναι «η αρμονία και η σταθερότητα, όχι οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις», επισημαίνοντας πως η Ουάσιγκτον παραμένει δεσμευμένη στο NATO αλλά οι σύμμαχοι πρέπει να συνεισφέρουν «αυτό που τους αναλογεί».