Η γερμανική κυβέρνηση ενέκρινε ένα νομοσχέδιο με σκοπό να επιταχύνει τις απελάσεις χιλιάδων αιτούντων άσυλο που η αίτηση τους έχει απορριφθεί, μετά την επίθεση στο Βερολίνο τον περασμένο Δεκέμβριο την οποία πραγματοποίησε ένας Τυνήσιος μετανάστης.

Τα μέτρα, που θα πρέπει να εγκριθούν από το κοινοβούλιο, είχαν συμφωνηθεί επί της αρχής πριν από δύο εβδομάδες από τα περιφερειακά κρατίδια της χώρας, τα οποία έχουν την ευθύνη για τις απελάσεις, και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Το κείμενο προβλέπει την επιτάχυνση και διευκόλυνση των επαναπροωθήσεων αιτούντων άσυλο που η αίτηση τους έχει απορριφθεί.

«Εκείνοι που θα δουν την αίτηση τους να απορρίπτεται θα πρέπει να φύγουν από τη χώρα μας», προειδοποίησε σήμερα ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ.

«Φέτος, αναμένουμε έναν σημαντικό αριθμό αρνητικών αποφάσεων, αυτός είναι ο λόγος που εφαρμόζουμε αυτά τα μέτρα για τις απελάσεις», είπε.

Πιο συγκεκριμένα, η Γερμανία θέλει να αυξήσει από τέσσερις σε δέκα ημέρες τη διάρκεια κράτησης μεταναστών που η αίτηση τους έχει απορριφθεί από την Αστυνομία επειδή θεωρούνται δυνητικά επικίνδυνοι, εν αναμονή της επαναπροώθησής τους.

Οι αιτούντες άσυλο που λένε ψέματα για την ταυτότητά τους ή παραβιάζουν τον νόμο διατρέχουν τον κίνδυνο να τους επιβληθούν πιο αυστηρές ποινές, όπως η υποχρέωση να φέρουν βραχιόλι ηλεκτρονικής επιτήρησης.

Ο νόμος επίσης θα δίνει το δικαίωμα στις Αρχές να έχουν πρόσβαση σε δεδομένα που περιέχονται σε κινητά τηλέφωνα των αιτούντων άσυλο σε περίπτωση αμφιβολιών για την ταυτότητά τους.

Αν ένας μετανάστης τηλεφωνεί «90 φορές στο Σουδάν και διατείνεται ότι είναι από την Ερυθραία, είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για Σουδανό», είπε ο ντε Μεζιέρ.

Ο Πέτερ Αλτμάιερ, το δεξί χέρι της Μέρκελ, υπεραμύνθηκε των απελάσεων: «Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι στο Αφγανιστάν που πάνε απολύτως κανονικά στο σχολείο, στη δουλειά, που διάγουν μια κανονική οικογενειακή ζωή, οπωσδήποτε όχι τόσο καλή όσο στη Γερμανία, όμως υπάρχουν πολλές περιοχές και πόλεις όπου κανείς μπορεί να ζήσει με ασφάλεια».

Το 2016, 80.000 άνθρωποι επαναπροωθήθηκαν από τη Γερμανία ή εγκατέλειψαν με τη θέλησή τους τη χώρα, έναντι 50.000 το προηγούμενο έτος.