Οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες πληροφοριών και συγκεκριμένα η μονάδα ανταλλαγής πληροφοριών Intcen έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ πρώην ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν δεν διέταξε το πραξικόπημα στην Τουρκία, βάσει απόρρητου εγγράφου της Intcen που επικαλείται ο EUobserver. Οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες αναφέρουν επίσης ότι το πογκρόμ που ακολούθησε είχε σχεδιαστεί εκ των προτέρων προς ενίσχυση της εξουσίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Το έγγραφο αναφέρει ότι είναι πιθανό ομάδα αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένων γκιουλενιστών, κεμαλικών, αντιπάλων του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και οπορτουνιστών, να βρίσκονται πίσω από το πραξικόπημα, αλλά ότι είναι απίθανο ο ίδιος ο Γκιουλέν να έπαιξε κάποιο ρόλο, καθώς αυτός δεν είχε πραγματικά τις ικανότητες και τις δυνατότητες να προβεί σε τέτοιες κινήσεις.

Μόνο ατομικά ορισμένοι γκιουλενικοί χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί μπορεί να ένιωσαν υπό πίεση και να συμμετείχαν στην απόπειρα πραξικοπήματος, γνωρίζοντας ότι ο Eρντογάν είχε ούτως ή άλλως σχεδιάσει τη δίωξή τους για εγκλήματα τρομοκρατίας μέσα στον Αύγουστο, σύμφωνα με την έκθεση των μυστικών υπηρεσιών.

Το εκμεταλλεύτηκε

Αναφορικά με τον Ερντογάν, η έκθεση σημειώνει ότι προσπαθούσε να διαλύσει το κίνημα του Γκιουλέν στην Τουρκία, επειδή αυτός αποτελούσε τον μοναδικό αντίπαλο στην προσπάθειά του να κυβερνήσει τη χώρα μέσω απόλυτου προεδρικού συστήματος.

Σημειώνεται ότι εκμεταλλεύτηκε την απόπειρα για να ξεκινήσει ευρύτερη εκστρατεία δίωξης των αντιπάλων του αφού οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες χρόνια πριν είχαν αρχίσει να καταρτίζουν λίστες «ενοχλητικών ατόμων», οι οποίες περιείχαν επίσης τα ονόματα πολιτικών ακτιβιστών, ενώ το τεράστιο κύμα συλλήψεων είχε προετοιμαστεί εκ των προτέρων.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον EUobserver, παρά το γεγονός ότι τον απαλλάσσει από την ευθύνη του πραξικοπήματος, η έκθεση δεν περιγράφει με ζωηρά χρώματα τον Γκιουλέν καθώς υποστηρίζει πως μπορεί οι διδασκαλίες που δημοσιεύονται στο όνομά του να μιλούν επιφανειακά για ανεκτικότητα, όμως ισλαμιστές μελετητές, ειδικοί στην χρήση της γλώσσας και των συμβόλων, αναγνωρίζουν ότι αυτές είναι σαφώς αντισημιτικές και αντιχριστιανικές.