Ιούλιος 1981, σε ένα πολυτελές σπίτι λίγο έξω από την Αβάνα μια παρέα Ελλήνων και Κουβανών συζητούν χαρούμενοι πίνοντας ρούμι. Κάποια στιγμή στο μεγάλο κτήμα του σπιτιού ακούγεται θόρυβος στρατιωτικών αυτοκινήτων που σταματούν μπροστά στην πόρτα. Ενας από τους Ελληνες της παρέας, ο Μίκης Θεοδωράκης σπεύδει προς την είσοδο και πίσω του τρεις δημοσιογράφοι με αγωνία: «Ηρθε;». Ο Μίκης χαμογελάει και την άλλη στιγμή πέφτει στην αγκαλιά του Comandate en Jefe της Κούβας, ο Φιντέλ Κάστρο ήταν μπροστά μας. Σωματώδης, επιβλητικός, εξωστρεφής στις χαιρετούρες, με το φωτοστέφανο του ένοπλου επαναστάτη της δεκαετίας του ’50 – ‘60, το απόλυτο είδωλο. Τα ανοιχτά τεράστια τζιπ συνοδείας με τα πολυβόλα καθώς και το μεγάλο κλειστό αυτοκίνητο αποσύρονται στην άκρη του κτήματος.

Φλας μπακ λίγες ημέρες πριν από εκείνο το βράδυ: Εχει γίνει γνωστή στην Ελλάδα η μεγάλη περιοδεία του Μίκη στην Κούβα και στη Νικαράγουα με το «Canto General». Ο τότε διευθυντής των «ΝΕΩΝ» Γιάννης Καψής μού αναθέτει να καλύψω την αποστολή και να ‘μαστε στο αεροδρόμιο ο Μίκης, η Φαραντούρη, ο Πανδής, ο Νταλάρας και οι μουσικοί. Μαζί ο Δημήτρης Γκιώνης («Ελευθεροτυπία»), ο μακαρίτης Αρης Παπάνθιμος («Ριζοσπάστης») και η αγαπημένη φωτογράφος Νίκη Τυπάλδου που πέθανε κι αυτή νωρίς.

Στην Αβάνα γνωρίζουμε την αντιπροσωπεία υποδοχής και τις συνοδούς μας, ακούραστες και πολύ προσεκτικές όταν απαντούσαν στις πολλές ερωτήσεις μας. Το 1981, πάντως, ο Κάστρο δεν αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες ή ίσως δεν τις αντιληφθήκαμε εμείς. Το επαναστατικό μονοκομματικό καθεστώς είχε ριζώσει, οι αντιφρονούντες είχαν αρχίσει να «τακτοποιούνται» είτε στην απέναντι ακτή είτε εντός της χώρας και η κάθε είδους βοήθεια από τη Σοβιετική Ενωση έρεε ακατάπαυστα. Λέγεται ότι ο Κάστρο όταν ρωτήθηκε για τη βοήθεια, είχε απαντήσει πως «αν βάλεις στη σειρά τα καράβια με τη βοήθεια που μας στέλνουν θα πας περπατώντας στη Σοβιετική Ενωση».

Η συναυλία

του «Canto General»

Στη μεγάλη πλατεία του Καθεδρικού Ναού της Παναγίας της Αβάνας, της «Αμωμης Σύλληψης», ο έλληνας συνθέτης στήνει μια εντυπωσιακή συναυλία με τη συνδρομή άψογης κουβανικής χορωδίας που μελετούσε καιρό το δύσκολο έργο και των ελλήνων τραγουδιστών και μουσικών. «Canto General», Νερούδα, Θεοδωράκης και με το «Algunas Bestias» («Μερικά Ζωντανά») ξεκινάει αυτό το μνημειώδες ορατόριο σε 13 μέρη, συνεχίζει με το «Los Libertadores» με τη Φαραντούρη και τον Πανδή να απογειώνουν το μεγάλο πλήθος. Ενα επικό ποίημα του νομπελίστα γι’ αυτούς τους ανθρώπους, για τη φύση που τους περιβάλλει, με νοήματα αγώνων των προγόνων τους. Εκείνοι οι στίχοι και οι μελωδίες τους τάραζαν, το έβλεπες στα ξαναμμένα πρόσωπα και στα υψωμένα χέρια.

Πριν από την έναρξη της συναυλίας, έχει καταφθάσει ο Κάστρο, που στο τέλος θα αγκαλιάσει θερμά και θα συγχαρεί τον Μίκη με μια, ολίγον στραμπουλιγμένη ομολογώ, δήλωση στολισμένη με υπερβολική δόση επαναστατικής σαντιγί : «Πιστεύω ότι η μουσική είναι ακόμα πιο δύσκολη από την πολιτική. Η απόδειξη είναι ότι υπάρχουν περισσότεροι πολιτικοί στον κόσμο και λιγότεροι μουσικοί. Υπάρχουν όμως ακόμα λιγότεροι επαναστάτες καλλιτέχνες, αν και οι καλλιτέχνες γενικά εύχονται την επανάσταση. Υπάρχουν πολλοί πολιτικοί που δεν είναι επαναστάτες. Ετσι, το ποσοστό των επαναστατών καλλιτεχνών είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των πολιτικών».

Σβήνοντας κεράκια

με τον Φιντέλ

Ξαναγυρίζω στην αρχή του κειμένου και στη νύχτα που ο Κάστρο βρέθηκε ανάμεσά μας, την ημέρα των γενεθλίων του Μίκη, 29 Ιουλίου και που ο συνθέτης μάς σύστησε στον μεγάλο επισκέπτη: «Από εδώ οι έλληνες δημοσιογράφοι». Θερμή χειραψία και ανταπάντηση: «Α κι εδώ Ελληνες, βλέπω συχνά Ελληνες στην Κούβα, δύο υπουργοί μου μάλιστα είναι Ελληνες». Δεν τους γνωρίσαμε. Αν θυμάμαι καλά, με έναν Ελληνα που έμενε πολλά χρόνια εκεί κουβεντιάζαμε. Κομμουνιστής, με επαφές στην Ελλάδα, στη Σοβιετική Ενωση και στέλεχος του κουβανικού καθεστώτος. Μάλλον δεν ήταν υπουργός.

Η γιορτή για τα γενέθλια του Μίκη σε αυτή την ντάτσα που του είχε παραχωρήσει η κουβανική κυβέρνηση κράτησε πολλές ώρες, με παρόντα πάντα τον ακούραστο και συνεχώς όρθιο Φιντέλ. Μαζί έσβησαν την τούρτα, με γέλια και καλαμπούρια για την ηλικία τους –ο Κάστρο ήταν έναν χρόνο και έναν μήνα νεότερος από τον εορτάζοντα. Καθώς προχωράει η νύχτα, παρακολουθούμε μια ενδιαφέρουσα σκηνή. Τον πλησιάζει μία από τους συνοδούς του και του αναφέρει ένα πρόβλημα που προέκυψε σε μια λαϊκή αγορά της Αβάνας, σχετικά με μια παρτίδα προβληματικών παπουτσιών όπως μας είπε η δική μας συνοδός. Ο Κάστρο αφήνει την παρέα, αλλάζει ύφος, παίρνει την κοπέλα παράμερα και συζητούν χειρονομώντας πάνω από μισή ώρα. «Εδωσε εντολές να σταματήσει η παραγωγή και να απολογηθούν οι υπεύθυνοι» μας εξηγεί ξερά η συνοδός. Δεν νομίζω ότι κανένας στο σαλόνι θα ήθελε να βρεθεί στη θέση τους.

Στο αεροπλάνο

του Comandante

Στο πρόγραμμα φιλοξενίας περιλαμβανόταν και ένα ταξίδι στο Σαντιάγο ντε Κούβα, τη δεύτερη μεγάλη πόλη του Νησιού, που απέχει όσο η Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη. Ταξιδεύουν με το προσωπικό αεροπλάνο του Κάστρο ο ίδιος, η φρουρά του και ο Θεοδωράκης, όλοι οι άλλοι οδικώς. Η μεγάλη εκτίμηση και ο θαυμασμός του Φιντέλ για τον έλληνα συνθέτη ήταν αισθήματα ευκόλως ορατά όλες τις ημέρες της διαμονής μας. Παρόμοια και πιο ισχυρά τα αισθήματα του Μίκη για το απόλυτο αφεντικό της Κούβας. Ισως γι’ αυτό δεν μας φάνηκε υπερβολική η έκπληξη των Κουβανών: «Πώς έγινε αυτό; Ο Comandante δεν έχει πάρει ποτέ κανέναν με το προσωπικό του αεροπλάνο».

Το συναρπαστικό ταξίδι στην Κούβα τελείωσε εδώ και συνεχίστηκε με την ίδια συναυλία στη Νικαράγουα των «συντρόφων Σαντινίστας», που είχαν καταλάβει ενόπλως την εξουσία πριν από δύο χρόνια. Ολα τα έξοδα πληρωμένα, ένα δώρο του Κάστρο στον «αδελφό και σύντροφο» Ντανιέλ Ορτέγκα –άλλη ιστορία αυτή.

Η άλλη πλευρά

της Κούβας

Επίλογος: Οποιος τα περασμένα χρόνια πέρασε λίγες ημέρες στην Κούβα και επιστρέφοντας άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες πώς ήταν η ζωή εκεί, τον ζηλεύω. Εγώ δεν τα κατάφερα διότι όσα βλέπαμε πριν από 35 χρόνια ήταν όσα άφηνε να δεις το καθεστώς. Εύκολα θα μπορούσα να γράψω για την απερίγραπτη φτώχεια στις χαμοκέλες των στενών της Habana Vieja που καταφέραμε να περπατήσουμε για λίγη ώρα, όπως θα μπορούσα να περιγράψω πολλά σημεία των μεγάλων πόλεων με καθαρές λεωφόρους και όμορφα σπίτια ή μουσικά μπαρ με ρούμι και χορό. Κάτω από τα επιφαινόμενα των εικόνων, ωστόσο, υπάρχουν και άλλα αγαθά όπως η ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τις ημέρες που βρέθηκα εκεί, η Κούβα ήταν ήδη επί είκοσι χρόνια μια χώρα με ένα κόμμα, μια εφημερίδα και έναν ισόβιο άνευ εκλογών Líder Máximo.

Και τώρα, λοιπόν, που ο θερμός πόλεμος στα ιδεολογικά χαρακώματα ακόμα διαρκεί με το ερώτημα «ήταν ή όχι δικτάτορας ο Κάστρο;», θα πρότεινα να μετατεθεί το πεδίο σε μια απροκατάληπτη χειρονομία των δύο πλευρών: να διαβάσουν το σημερινό Σύνταγμα και τον Ποινικό Κώδικα της Κούβας όσοι απορρίπτουν και όσοι υμνούν το κουβανικό καθεστώς. Και κατόπιν να σηκώσουν το χέρι όσοι θα ήθελαν να ζουν εκεί.