Της Roula Khalaf (*)

Αναρωτιόμουν ακόμη για το νόημα της σοκαριστικής δήλωσης της βρετανίδας υπουργού Εσωτερικών Αμπερ Ρουντ ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να αποκαλύπτουν πόσους ξένους εργαζόμενους απασχολούν, όταν συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι ίσως να ανήκω σε ένα απειλητικό είδος.

Μετά τη δήλωση εκείνη στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι επιτέθηκε εναντίον όσων τολμούν να δηλώνουν πολίτες του κόσμου ή μοιράζονται την τύχη τους με την παγκόσμια ελίτ.

Δεν είχα ποτέ σκεφτεί μέχρι τότε ότι η έννοια του πολίτη του κόσμου – που πιθανότατα ταιριάζει σε μένα, μια δημοσιογράφο που γεννήθηκε στον Λίβανο, σπούδασε στη Γαλλία και έζησε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μέση Ανατολή και τη Βρετανία – μπορεί να ενοχλεί οποιονδήποτε, πολύ περισσότερο μάλιστα έναν πρωθυπουργό.

Προτού αποκτήσω τη βρετανική υπηκοότητα, πριν από δέκα χρόνια, ήμουν «ξένη εργαζόμενη» – κάποια δηλαδή, με βάση τη σημερινή λογική, που κάνω κακό στους βρετανούς οικοδεσπότες μου παίρνοντας τη δουλειά κάποιου άλλου.

Η παγκοσμιοποίηση και η πολυπολιτισμικότητα είχαν ευτυχώς τότε καλό όνομα κι έτσι η Βρετανία με υποδέχθηκε καλά. Τώρα όμως, σύμφωνα με τη Μέι, «όποιος πιστεύει ότι είναι πολίτης του κόσμου δεν είναι πολίτης καμιάς χώρας, δεν καταλαβαίνει καν τι σημαίνει η λέξη `πολίτης`».

Για μένα πάλι, και για άλλους σε ανάλογη κατάσταση με μένα, δεν υπάρχει καμιά αντίφαση ανάμεσα στο να δηλώνεις πίστη σε ένα έθνος και την ίδια στιγμή να αισθάνεσαι πολίτης του κόσμου.

Το να χαρακτηρίζεσαι πολίτης του κόσμου σήμαινε κάποτε ότι αισθάνεσαι πως ανήκεις σε μια παγκόσμια κοινότητα και, ενδεχομένως, συμμερίζεσαι τις οικουμενικές ανησυχίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή την υπερθέρμανση της γης.

Στον σημερινό παράξενο κόσμο, όμως, οι πολιτικοί που ανησυχούν για την επιρροή της άκρας Δεξιάς αισθάνονται υποχρεωμένοι να φλερτάρουν με την ταυτοτική πολιτική. Οποιες κι αν είναι οι προθέσεις της βρετανίδας πρωθυπουργού, η ρητορική των Συντηρητικών είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει τα ξενόφοβα αισθήματα που ήρθαν στην επιφάνεια στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και θα δημιουργήσει διαιρέσεις ανάμεσα στους «πραγματικούς» πολίτες και τους «ψεύτικους».

Αυτοί που κινδυνεύουν να απομονωθούν δεν είναι μόνο οι μετανάστες και όσοι έχουν διπλή υπηκοότητα. Οι νέοι άνθρωποι που συμμερίζονται τα ευρωπαϊκά ιδανικά και τους αρέσει να αυτοαποκαλούνται πολίτες του κόσμου δεν αισθάνονται λιγότερο Βρετανοί από τους πατεράδες τους. Στην ψηφιακή εποχή όπου ζούμε, αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια κοινότητα που υπερβαίνει τα σύνορα.

Πριν από λίγους μήνες, μια δημοσκόπηση του ιδρύματος GlobeScan για λογαριασμό του BBC World Service έδειξε ότι για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν πολίτες του κόσμου παρά πολίτες της χώρας τους.

Είναι αλήθεια ότι μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχει παρατηρηθεί μια αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ του βιομηχανικού κόσμου και των αναδυόμενων αγορών, με τους κατοίκους του πρώτου να εμφανίζονται πιο απρόθυμοι να δηλώσουν πολίτες του κόσμου. Τα αποτελέσματα της προαναφερθείσας δημοσκόπησης οφείλονται κυρίως σε αύξηση των αυτοαποκαλούμενων «πολιτών του κόσμου» σε χώρες όπως η Νιγηρία, η Κίνα και η Ινδία.

Αλλά και τα αποτελέσματα στη Βρετανία είχαν ενδιαφέρον. Το 22% όσων απάντησαν συμφωνούν απολύτως – και άλλο ένα 25% συμφωνούν κατά κάποιον τρόπο – με τον χαρακτηρισμό «πολίτες του κόσμου». Πρόκειται για εντυπωσιακά ποσοστά, έστω κι αν είναι μικρότερα από το 59% που απάντησε αντιστοίχως το 2007.

Η ταυτότητα είναι μια σύνθετη έννοια και η εθνική ταυτότητα εξακολουθεί να ασκεί ισχυρή έλξη. Όταν κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα σε πέντε διαφορετικές ταυτότητες, οι μισοί από τους πολίτες που απάντησαν στη δημοσκόπηση προτίμησαν την εθνική τους ταυτότητα.

«Δεν υπάρχει εδώ καμιά αντίφαση», μου είπε ο Λάιονελ Μπέλιερ, διευθυντής του GlobeScan. «Μπορεί θαυμάσια να αισθάνεσαι όλο και περισσότερο μέλος μιας παγκόσμιας κοινότητας μέσα από τις αναρτήσεις που κάνεις, για παράδειγμα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Την ίδια στιγμή, όμως, όταν καλείσαι να διαλέξεις μια ταυτότητα διαπιστώνεις ότι η δική σου παραμένει ισχυρή».

Ορθώς η Τερέζα Μέι προσπαθεί να κατανοήσει τη δυσφορία που οδήγησε στην ψήφο υπέρ του Brexit. Θα ήταν ατυχές όμως να κάνει λάθος διάγνωση του προβλήματος ή να προκαλέσει νέα προβλήματα προσπαθώντας να λύσει τα παλιά.

Η μετανάστευση δεν ήταν ο μοναδικός παράγων που μέτρησε στο δημοψήφισμα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι ανισότητες. Θα ήταν λάθος όμως να αποδοθούν οι τελευταίες αποκλειστικά σε μια παγκόσμια ελίτ.

Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τον λαϊκισμό και τον στενόμυαλο εθνικισμό σε μια χώρα τόσο διχασμένη μετά το Brexit που καλό θα ήταν να αποφύγει μια τέτοια πορεία.

(*) Η Ρούλα Καλάφ είναι αρθρογράφος των Financial Times

(Πηγή: Financial Times)