Ενα μνημείο για τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Αυτή είναι η πρόταση που ταράζει και διχάζει τη Σερβία δεκαέξι χρόνια μετά το τέλος του πολέμου κι ενώ ο πρώην εθνικιστής νυν ευρωπαϊστής πρωθυπουργός Αλεξάντερ Βούτσιτς ποντάρει στην ευρωπαϊκή προοπτική. Η πρόταση προέρχεται ασφαλώς από εθνικιστικές οργανώσεις και δεν είναι καινούργια. Αυτή τη φορά όμως φαίνεται πως είναι έτοιμο να την ικανοποιήσει το αίτημα το δημοτικό συμβούλιο του Πρόκουπλιε, μιας πόλης 30.000 κατοίκων στον σερβικό Νότο. Ακριβώς δηλαδή σε εκείνη την περιοχή που συνορεύει με το Κόσοβο και όπου η ιδέα της «μεγάλης Σερβίας», η ιδέα που είχε αιματοκυλίσει τη χώρα, είναι ακόμη ισχυρή.

Για τους νοσταλγούς είναι και ένα είδος αποκατάστασης του ανθρώπου που αντέδρασε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με πολέμους, σφαγές, βιασμούς και εθνοκαθάρσεις. Η κρεατομηχανή του Μιλόσεβιτς σταμάτησε μόνο με την επέμβαση του ΝΑΤΟ και τη λαϊκή αντίδραση στο Βελιγράδι που οδήγησε στην ανατροπή του. Αυτό το φάντασμα επιστρέφει τώρα πάνω από τη Σερβία και γιατί την πρόταση στηρίζει ο Ιβιτσα Ντάτσιτς, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σερβίας, στέλεχος του οποίου είναι και ο δήμαρχος του Πρόκουπλιε. Θέση επί του ζητήματος έλαβε και ο πρόεδρος της χώρας Τόμισλαβ Νίκολιτς, ο οποίος συνταγματικά είναι υποχρεωμένος να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή πολιτική του πρωθυπουργού Αλεξάντερ Βούτσιτς. Ο πρόεδρος εμφανίστηκε μάλλον αμφίθυμος απέναντι στην προοπτική να τιμηθεί με ένα μνημείο ο Σλόμπο. «Αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στις δυο επιλογές» φέρεται να δήλωσε ο Νίκολιτς σύμφωνα με τον Β92, τον ραδιοφωνικό σταθμό που την περίοδο του καθεστώτος Μιλόσεβιτς είχε γίνει η φωνή των διαφωνούντων και σημείο αναφοράς στις διαδηλώσεις που το 2000 οδήγησαν στην πτώση του πρώην προέδρου. «Κανένας δεν ζήτησε τη γνώμη μου» πρόσθεσε. «Εάν μια πόλη θέλει να αφιερώσει ένα μνημείο σε κάποιον, δεν είναι στις θεσμικές μου εξουσίες να το απαγορεύσω ή να το εγκρίνω. Αμφιταλαντεύομαι όπως ολόκληρη η Σερβία. Γιατί εάν είναι να δημιουργήσουμε ένα μνημείο, αυτό θα πρέπει να γίνει για να ενώσουμε και όχι για να διχάσουμε τη Σερβία. Αυτοί που δεν θέλουν το μνημείο είναι εκείνοι που καταδικάζουν τα πάντα στην ιστορία μας».

Οπως πάντως σημειώνει η «Ρεπούμπλικα», η ιδέα του Πρόκουπλιε να τιμήσει τον σέρβο ηγέτη που άφησε την τελευταία του πνοή στην Χάγη το 2006, προτού ολοκληρωθεί η δίκη του για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία φημολογείται ότι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δεν θα είχε καταφέρει να αποδείξει την άμεση εμπλοκή του στις σφαγές εις βάρος των Κροατών, των Βόσνιων και των Κοσοβάρων. Πηγές του δικαστηρίου απαντούν πάντως το εξής: «Είναι αλήθεια ότι οι προσωπικές ευθύνες του Μιλόσεβιτς δεν έχουν ακόμη ξεκαθαριστεί πλήρως επειδή η έρευνα σταμάτησε μετά τον θάνατό του. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισοδυναμεί με αθώωση».

Σε κάθε περίπτωση, η ανακίνηση του ζητήματος δείχνει ότι ο Μιλόσεβιτς παραμένει για κάποιους στη Σερβία ήρωας. Για κάποιους άλλους όμως δεν είναι παρά ένας πολιτικός που κατέστρεψε τη χώρα του. «Ο Μιλόσεβιτς κατασκεύασε τα μνημεία μόνος του: στις βομβαρδισμένες πόλεις και στους μαζικούς τάφους στην Κροατία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο» αντιτείνουν δυνάμεις της αντιπολίτευσης όπως οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες.

Πτήση προς ένα τραγικό παρελθόν

Ως επιτυχία γιορτάστηκε στο Βελιγράδι η επανέναρξη των απευθείας πτήσεων της Air Serbia από τη σερβική πρωτεύουσα στη Νέα Υόρκη. Υπό αυτό το πρίσμα – σημειώνουν πολιτικοί παρατηρητές – η ανέγερση ενός μνημείου για τον Μιλόσεβιτς μοιάζει με πτήση σε ένα τραγικό παρελθόν.

Το μέλλον

Μικρές αλλά σημαίνουσες επιτυχίες

Αναλυτές παρατηρούν ότι η υπόθεση του μνημείου του Σλόμπο μπορεί να ξυπνήσει το αντισερβικό συναίσθημα στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Και ασφαλώς δεν βοηθάει τον πρωθυπουργό Βούτσιτς, ο οποίος καλεί σταθερά και επίμονα στο χτίσιμο «μιας Σερβίας του μέλλοντος, ελεύθερης από το εθνικιστικό παραλήρημα του παρελθόντος». Ακριβώς τις προηγούμενες εβδομάδες ο Βούτσιτς είχε κάποιες μικρές αλλά σημαίνουσες επιτυχίες σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Μια τέτοια ήταν η επίσκεψη στο Βελιγράδι του αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, του πλέον υψηλόβαθμου αμερικανού αξιωματούχου μετά το τέλος του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας.