Το 1999, ένας πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης ονόματι Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κλείστηκε φυλακή και καταδικάστηκε σε διά βίου αποκλεισμό από την πολιτική λόγω της απαγγελίας ενός ποιήματος. «Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας / οι τρούλοι τα κράνη μας / οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας / και οι πιστοί οι στρατιώτες μας», έλεγαν οι ενοχοποιητικοί στίχοι. «Σημείο αναφοράς μου είναι το Ισλάμ. Αν δεν μπορώ να μιλήσω για αυτό, τι νόημα έχει η ζωή;».

Ο πολιτικός αποκλεισμός του Ερντογάν δεν διήρκεσε. Πρόεδρος της Τουρκίας σήμερα, πρωθυπουργός της επί 11 χρόνια, προεδρεύει πανεθνικών εκκαθαρίσεων και διώξεων μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου εναντίον της κυβέρνησής του.

Για δεκαετίες, σημειώνει στη «Wall Street Journal» ο Γιάροσλαβ Τροφίμοφ, ισλαμιστές πολιτικοί όπως ο Ερντογάν δεν μπορούσαν να μιλήσουν –όσοι το έκαναν, έρχονταν συχνά αντιμέτωποι με τη φυλακή ή και με τον θάνατο. Από την Αλγερία και την Αίγυπτο έως την Τουρκία, ο κρατικός μηχανισμός εξαπέλυε επανειλημμένως γενικευμένη καταστολή για την περιθωριοποίηση του πολιτικού Ισλάμ, συνθλίβοντας τις δημοκρατικές ελευθερίες με το άλλοθι της προστασίας των κοσμικών αξιών. Η Δύση συχνά συμφωνούσε, προτιμώντας τους αυταρχικούς διαβόλους που γνώριζε από τους ισλαμιστές που δεν γνώριζε.

Ως απάντηση, πολλά από τα ισλαμικά κινήματα που ξεπετάχτηκαν υπό την επιρροή της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας –ανάμεσά τους και το κόμμα του Ερντογάν –ενστερνίστηκαν σταδιακά τη γλώσσα του πλουραλισμού και την ιδέα της δημοκρατίας και των εκλογών. Αυτοί οι σύγχρονοι ισλαμιστές, ωστόσο, βλέπουν συχνά τη δημοκρατία όχι ως αυτόνομη αξία αλλά ως μια τακτική προκειμένου να επέλθει μια «πραγματική» ισλαμική τάξη. Οι κάλπες στα μάτια τους είναι απλώς ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διάλυσης των μετααποικιακών, κοσμικών συστημάτων που απέτυχαν στα μάτια των υποστηρικτών τους να προσφέρουν δικαιοσύνη ή ανάπτυξη στους απλούς μουσουλμάνους.

Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Αυστραλία το 2005, ο Ερντογάν –πρωθυπουργός της χώρας τότε, επαινούμενος για τη βελτίωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα του και την προώθηση της υποψηφιότητάς της για ένταξη στην ΕΕ –άφησε να του ξεφύγει πως έβλεπε τη δημοκρατία μόνο ως «όχημα».

Οι συγκρούσεις στην Αίγυπτο

Στην Αίγυπτο, οι ελπίδες για δημοκρατία ήταν πολλές μετά τις διαδηλώσεις του 2011 στην Πλατεία Ταχρίρ, που συνέβαλαν στην ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ. Ωστόσο ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας, ο Μοχάμεντ Μόρσι από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, χρειάστηκε μόλις λίγους μήνες μετά την εκλογή του το 2012 να ενισχύσει την εξουσία του, προσφέροντας στον εαυτό του ασυλία από τη δικαστική εποπτεία. Αυτή η κατάχρηση εξουσιών διακόπηκε απότομα από ένα επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα την επόμενη χρονιά, που εγκαθίδρυσε τον σημερινό ισχυρό άνδρα της Αιγύπτου, Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι. Το καθεστώς του αποδείχθηκε γρήγορα πιο καταπιεστικό ακόμα και από του Μουμπάρακ.

Αυτός ο κύκλος συγκρούσεων –ανάμεσα στο εδραιωμένο «βαθύ κράτος», στο οποίο κυριαρχεί το στρατιωτικό κατεστημένο, και σε ισλαμικά κόμματα που αδημονούν να αρπάξουν όσο περισσότερη εξουσία γίνεται όποτε εκλέγονται λόγω των απόλυτα εύλογων φόβων τους πως διαφορετικά δεν θα τους επιτραπεί να κυβερνήσουν –αποτελεί σημαντικό λόγο της αποτυχίας της δημοκρατίας να ριζώσει στη Μέση Ανατολή.

Η εξαίρεση στον κανόνα

Η δημοκρατική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι η Τυνησία, η μοναδική αραβική δημοκρατία που αναδύθηκε από τις αραβικές εξεγέρσεις του 2011. Είναι η μοναδική χώρα όπου οι μεθυστικές αρχικές ελπίδες για ελευθερία δεν συνεθλίβησαν από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα (όπως στην Αίγυπτο), ένα αιματηρό κύμα καταστολής (όπως στο Μπαχρέιν) ή από το χάος και τον εμφύλιο πόλεμο (όπως στη Συρία, στην Υεμένη και στη Λιβύη). Και η μοναδική χώρα ανάμεσα στα 17 μουσουλμανικά έθνη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής που χαρακτηρίζεται σήμερα «ελεύθερη» από το Freedom House.

Αυτό το πρόβλημα δημοκρατίας δεν συνδέεται τόσο πολύ με το Ισλάμ, μια αρχαία θρησκεία, όσο με το πολιτικό Ισλάμ, μια σύγχρονη ιδεολογία που αναπτύχθηκε στην Αίγυπτο του 20ού αιώνα, εν μέρει ώστε να διορθώσει την καθυστέρηση της Μέσης Ανατολής σε σύγκριση με τη Δύση. Οι ιδρυτές πατέρες του στη Μουσουλμανική Αδελφότητα είχαν βίαιο θάνατο, αλλά οι ιδέες τους εξαπλώθηκαν στη Μέση Ανατολή μετά τις επανειλημμένες αποτυχίες αυταρχικών καθεστώτων που κήρυτταν τις αντίπαλες ιδέες του σοσιαλισμού και του αραβικού εθνικισμού. Παραφυάδες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας αποτελούν σήμερα τα κυρίαρχα πολιτικά κινήματα από το Μαρόκο και την Τουρκία έως τη Λωρίδα της Γάζας.

Ο μουσουλμανικός κόσμος βέβαια δεν είναι μόνο η Μέση Ανατολή. Και όσο απομακρύνεται κανείς από τον μεσανατολικό πυρήνα τόσο λιγότερο συναφές τείνει να γίνεται αυτό το στέλεχος του πολιτικού Ισλάμ. Η πολυπληθέστερη μουσουλμανική χώρα, η Ινδονησία, είναι μια επιτυχημένη δημοκρατία από το 1999. Εκτός της Μέσης Ανατολής, η δημοκρατία έχει αποδώσει επίσης, τουλάχιστον προς το παρόν, σε έθνη με μουσουλμανική πλειονότητα τόσο διαφορετικά όσο είναι η Σενεγάλη από την Αλβανία. Αλλά οι πολιτικές ιδέες τείνουν να ταξιδεύουν από τον πυρήνα του μουσουλμανικού κόσμου προς την περιφέρειά του, όχι το αντίστροφο.

Ο ρόλος της θρησκείας

Η συζήτηση για τον ρόλο της θρησκείας –και την εμπνεόμενη από τον Θεό ηθικότητα –στη δημόσια ζωή δεν αφορά φυσικά αποκλειστικά τις μουσουλμανικές κοινωνίες, κάθε άλλο. Εδραιωμένες δυτικές δημοκρατίες έχουν παλέψει επίσης με αυτά τα ζητήματα, και όχι πάντα με κομψότητα. Αλλά το Ισλάμ, επισημαίνει στη «Wall Street Journal» ο Γιάροσλαβ Τροφίμοφ, είναι μια θρησκεία ο ιδρυτής της οποίας εγκαθίδρυσε μια επιτυχημένη αυτοκρατορία, δεν ξεψύχησε πάνω στον σταυρό. Ως αποτέλεσμα, έχει μια πολύ πιο λεπτομερή πρόταση για το πώς πρέπει να λειτουργούν μια κυβέρνηση και μια κοινωνία σε σύγκριση με τον χριστιανισμό. «Το Κοράνι είναι το Σύνταγμά μας» αυτό είναι το ιστορικό σύνθημα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.

Οι πολιτικοί και οι ψηφοφόροι που πιστεύουν στην πρωτοκαθεδρία του ισλαμικού νόμου έρχονται, έτσι, αναπόφευκτα σε σύγκρουση με την αρχή της δημοκρατίας όταν μια πλειοψηφία προτιμά ένα διαφορετικό μονοπάτι. Αυτός είναι, σε τελική ανάλυση, ο λόγος για τον οποίο εξτρεμιστικές ομάδες, όπως το ISIS, απορρίπτουν απερίφραστα τη δημοκρατία ως αίρεση των απίστων.