Εκανε πλάκα. Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε δημοσίως την Τετάρτη τη Ρωσία να βρει τα διαγραμμένα e-mail της Χίλαρι Κλίντον από την εποχή που ήταν υπουργός Εξωτερικών, ήθελε απλώς να κάνει ένα σαρκαστικό σχόλιο. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίστηκε ο ίδιος για να κατευνάσει τις αντιδράσεις που προκάλεσε η πρωτοφανής έκκλησή του. Μια έκκληση που έδωσε νέα επιχειρήματα σε όσους υποστηρίζουν ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών είναι θαυμαστής και επίδοξος μιμητής του αυταρχικού τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται ο Βλαντίμιρ Πούτιν.

Είναι άδολος αυτός ο θαυμασμός; Το χρέος του Τραμπ αυξήθηκε τον τελευταίο χρόνο από 350 σε 630 εκατ. δολάρια. Το ίδιο διάστημα η ρευστή περιουσία του μειώθηκε. Και ο ίδιος είναι αποκλεισμένος από όλες τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες. Πολλοί πιστεύουν λοιπόν ότι οι σχέσεις του με τον Πούτιν δεν έχουν μόνο ιδεολογικό χαρακτήρα.

Οι προσπάθειές του να κάνει μπίζνες με τη Ρωσία χρονολογούνται από το 1987, όταν ο Τραμπ άρχισε να προσπαθεί να κτίσει ξενοδοχεία και πολυτελή διαμερίσματα στη Μόσχα. Ηταν η εποχή που η Ρωσία έκανε ανοίγματα ανάλογα με αυτά που κάνει σήμερα η Κούβα. Κι εκείνος ήταν ένας από τους πολλούς δυτικούς επιχειρηματίες που μύρισαν χρήμα. Δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε ξανά το 1996, όταν η Ρωσία ήταν μια άγρια, καπιταλιστική χώρα και η οικονομία της διαλυόταν. Απέτυχε και πάλι. Το 2005, όταν άρχισε να ρέει χρήμα στην αγορά λόγω της αύξησης τιμών του πετρελαίου και των πρώτων υλών, θέλησε να κτίσει στη Μόσχα τον Trump Tower. Ούτε τότε. Απόδειξη ότι δεν γνώριζε τους κατάλληλους ανθρώπους στο Κρεμλίνο. Ή ότι είναι κακός επιχειρηματίας, όπως είπε αυτή την εβδομάδα ο Μάικλ Μπλούμπεργκ στο συνέδριο των Δημοκρατικών.

Συνεργάτες-κλειδιά. Εχει όμως καλά τοποθετημένους συνεργάτες. Διευθυντής της εκστρατείας του και ανώτατος σύμβουλός του είναι ο Πολ Μάναφορτ, πρώην σύμβουλος επικοινωνίας του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, που υπήρξε πρωθυπουργός και μετέπειτα πρόεδρος της Ουκρανίας, κατηγορήθηκε ως πιόνι της Μόσχας και η ανατροπή του οδήγησε σε σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες.

Σύμβουλος του Τραμπ για τη Ρωσία και την Ευρώπη είναι ο Κάρτερ Πέιτζ, άνθρωπος με στενούς δεσμούς με την Gazprom, που όλη η επαγγελματική του σταδιοδρομία περιστρέφεται γύρω από επενδύσεις στη Ρωσία.

Ο ίδιος Τραμπ αδιαφόρησε πλήρως για το πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως παρουσιάστηκε στο πρόσφατο συνέδριο. Με μία εξαίρεση: το επιτελείο του τροποποίησε το σημείο που αναφερόταν στην παροχή βοήθειας προς την Ουκρανία απέναντι στον ρώσο εισβολέα. Ακολούθησαν κάποιες δηλώσεις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για το Κρεμλίνο. Οπως η αποστροφή του Τραμπ ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ίσως να ΜΗΝ υπερασπιστούν τις χώρες της Βαλτικής σε περίπτωση ρωσικής εισβολής. Αλλά και η δήλωσή του ότι, αν εκλεγεί πρόεδρος, θα εξετάσει το ενδεχόμενο να αναγνωρίσει την Κριμαία ως ρωσικό έδαφος.

Ολα αυτά δεν σημαίνουν αναγκαστικά ότι ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών ελέγχεται ή πληρώνεται, από τη Ρωσία ή τον Πούτιν. Τον τελευταίο χρόνο, πάντως, ο ρώσος πρόεδρος έχει ευθυγραμμίσει όλα τα ελεγχόμενα μέσα ενημέρωσης της χώρας του πίσω από τον Τραμπ. Πρόκειται για μια πολιτική που ακολουθεί με πολλούς δεξιούς ή εθνικιστές πολιτικούς, οι οποίοι είτε υποστηρίζουν ευθέως τη ρωσική πολιτική είτε σπέρνουν διχόνοια μεταξύ δυτικών ηγετών.

Σύμφωνα με τον Πούτιν, από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και μετά η Ουάσιγκτον κινεί μόνη της τα νήματα στον κόσμο, αντί να συνεργάζεται με τη Μόσχα όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Και αυτό πρέπει να αλλάξει. Οπως να πάψει η Αμερική να θεωρεί ότι δικαιούται να έχει άποψη για το πώς κυβερνάται η Ρωσία. Πρώτη φορά τα τελευταία 25 χρόνια, ο Πούτιν καταφέρνει τώρα να αντιστρέψει το σενάριο. Οχι μόνο η Αμερική δεν παρεμβαίνει στη ρωσική πολιτική, αλλά παρεμβαίνει η Ρωσία στην αμερικανική πολιτική –ή τουλάχιστον δίνει την εντύπωση ότι το κάνει.

Και μόνο το γεγονός ότι η Αμερική θεωρεί τον Πούτιν ικανό να στηρίξει έναν υποψήφιο για την προεδρία και να τον οδηγήσει μέχρι το χρίσμα, αποδίδει στον ρώσο πρόεδρο τη δύναμη και το κύρος που πάντα επιδίωκε. Αυτό ήθελε: να τον θεωρεί η Αμερική άξιο αντίπαλο. Και το πετυχαίνει χάρις σε έναν λαϊκιστή μεγιστάνα.