Η 23η Ιουνίου δεν είναι ασφαλώς μια τυχαία ημερομηνία στις σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρώπη. Ηταν 23 Ιουνίου 1971 όταν οι τότε έξι χώρες της ΕΟΚ ενέκριναν, έστω και μετά πολλών βασάνων, την προσχώρηση της Βρετανίας στην ενωμένη Ευρώπη. Ο στρατηγός Ντε Γκολ, που πίστευε ακράδαντα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργούσε ως «δούρειος ίππος των ΗΠΑ» και δεν είχε καμία θέση στην ενωμένη Ευρώπη, είχε πλέον αποχωρήσει από τη γαλλική πολιτική σκηνή και συνεπώς ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την προσχώρηση των Βρετανών στην Ευρώπη είχε πλέον αρθεί.

Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, πάλι στις 23 Ιουνίου, ο βρετανικός λαός –ενημερωμένος από τα ταμπλόιντ και με τη βοήθεια ίσως της βασίλισσάς του –αποφάνθηκε ότι η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι εκτός Ευρώπης, ανοίγοντας έτσι τον ασκό του Αιόλου όχι μόνο στις Βρυξέλλες αλλά και παγκοσμίως, όπως άλλωστε φάνηκε από τις αντιδράσεις των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών.

Από προχθές λοιπόν τίποτα δεν είναι όπως πριν στην Ευρώπη. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν εισέλθει στην οδό του διαζυγίου, το οποίο με βάση τα σημερινά δεδομένα δείχνει αναπόφευκτο. Οπως δε συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, θα προηγηθεί μια περίοδος εν διαστάσει συμβίωσης, κατά τη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να συμφωνηθούν αφενός ο διαχωρισμός των κοινών περιουσιακών στοιχείων, αφετέρου οι σχέσεις των δύο πλευρών μετά το διαζύγιο.

Για τους ιθύνοντες των Βρυξελλών αλλά και για τους περισσότερους πολιτικούς παράγοντες της Ευρώπης, οι διαδικασίες για την έκδοση του διαζυγίου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι χρονοβόρες. Ετσι οι πιέσεις προς το Λονδίνο με στόχο την υποβολή εντός της ερχόμενης εβδομάδας του αιτήματος αποχώρησης από την ΕΕ, όπως ορίζει το άρθρο 50 της Συνθήκης, είναι πλέον εξαιρετικά έντονες.

Από την άλλη, ωστόσο, το Λονδίνο δεν φαίνεται έτοιμο να προχωρήσει στην επίσημη υποβολή του αιτήματος αποχώρησης από την ΕΕ εντός των προσεχών ημερών. Με προφάσεις τόσο εθνικού όσο και ευρωπαϊκού χαρακτήρα είναι σαφές ότι προσπαθεί να ροκανίσει τον χρόνο ούτως ώστε να αποφευχθούν οι εν θερμώ αποφάσεις. Η προοπτική αυτή ανησυχεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εύθραυστες οικονομικά χώρες της Νότιας Ευρώπης, όχι όμως στον ίδιο βαθμό και το Βερολίνο που δείχνει να συμμερίζεται εν μέρει τις βρετανικές αντιλήψεις περί «ψύχραιμων αποφάσεων». Το ζήτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της συνάντησης που έχουν σήμερα στο Βερολίνο ο Φρανσουά Ολάντ και ο Ματέο Ρέντσι με την Ανγκελα Μέρκελ.

Οι πάντες γνωρίζουν πως το διαζύγιο ενός κράτους με την ΕΕ δεν είναι απλή υπόθεση και ότι ο χρονικός ορίζοντας για τη ρύθμιση όλων των εκκρεμοτήτων ίσως υπερβεί τη διετία. Και αυτό διότι δεν υπάρχει ούτε «δεδικασμένο» ούτε σχετική «νομολογία». Επί της ουσίας θα πρέπει να αναζητηθούν κοινές λύσεις σε ζητήματα οικονομικά (όπως οι εισφορές και οι εισπράξεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό) είτε διεθνών εμπορικών συμφωνιών (όπως με την Κίνα, τη Ρωσία κ.ά.) ή αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

Το ενδεχόμενο που επίσης ανησυχεί τους ανώτατους παράγοντες των Βρυξελλών είναι μήπως σημειωθούν νέα ευρωπαϊκά ρήγματα στο πλαίσιο των ούτως ή άλλως περίπλοκων διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Ουδείς αποκλείει στις Βρυξέλλες την περίπτωση κάποιες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να αρχίσουν να φλερτάρουν με το Λονδίνο, επιδιώκοντας την ικανοποίηση δικών τους αιτημάτων. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό, η Γαλλία και η Ιταλία προωθούν την ιδέα μιας μίνι συνόδου κορυφής των έξι κρατών που ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, με στόχο την επαναδημιουργία ενός σκληρού πυρήνα της Ευρώπης που στην παρούσα φάση θα αποτελείται από τις χώρες της ευρωζώνης. Τούτου δοθέντος, οι ιδέες για τη δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων ή ομόκεντρων κύκλων, που εδώ και δεκαετίες προωθεί ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, θα επανέλθουν στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Θα επανέλθουν δε ως αντίβαρο στην Ευρώπη α λα καρτ που εκ του ασφαλούς επιδιώκουν πολλοί στη Βρετανία και όχι μόνο.