Την προηγούμενη φορά που κάποιοι θεωρούσαν ότι η Ελλάδα είναι θωρακισμένη απέναντι στη διεθνή κρίση ήρθε η πλήρης κατάρρευση και το Μνημόνιο να τους διαψεύσει. Αυτή τη φορά ξέρουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι αεροστεγής απέναντι στις διεθνείς κρίσεις. Και αν το Brexit δεν είναι Lehman Brothers (το ΔΝΤ εκτιμά ότι το υφεσιακό αποτέλεσμα στην Ελλάδα θα είναι 0,5% του ΑΕΠ), η περιπέτεια στην οποία οδηγεί την Ευρώπη δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι την επόμενη μέρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια Ευρώπη αποφασισμένη να προχωρήσει χωρίς περισπασμούς, και όποιος μπορέσει ας ακολουθήσει.

Μαζί με τις ξένες αγορές, βούλιαξε χθες και το ελληνικό χρηματιστήριο, με τις τραπεζικές μετοχές να υποχωρούν δραματικά ενώ στην άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων πρωταγωνίστησε η περιφέρεια της Ευρώπης και η Ελλάδα. Η Τράπεζα της Ελλάδος, βεβαίως, έσπευσε να καθησυχάσει τα πνεύματα με πηγές της να διαμηνύουν ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και δεν διατρέχουν κίνδυνο, ενώ ως ασπίδα λειτουργεί και η ύπαρξη του ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων.

Το τελευταίο έχει πάντως και άλλη ανάγνωση, καθώς καθιστά σαφές ότι για λόγους προστασίας οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων θα παραμείνουν για πολύ καιρό ακόμη.

Επίσης, τομείς της πραγματικής οικονομίας ένιωσαν από χθες κιόλας τους κινδύνους από την υποχώρηση της ισοτιμίας της στερλίνας καθώς ο ελληνικός τουρισμός γίνεται αυτομάτως πιο ακριβός όπως και οι εξαγωγές στη Βρετανία.

Στη θετική εκδοχή, όλα τα παραπάνω μπορεί να αποδειχθούν προσωρινά ή βραχυπρόθεσμα και άρα οι οικονομικές συνέπειες του Brexit στην ευρωπαϊκή και την ελληνική οικονομία να είναι περιορισμένες σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Θα δείξει, αν και η αντίδραση των αγορών ήταν χθες υπερβολικά έντονη για να την προσπεράσει κανείς.

Σίγουρα, όμως, θα υπάρξουν πολιτικές συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργεί στο εξής η Ευρώπη κι αυτές θα επιδράσουν καθοριστικά στην τύχη της Ελλάδας και στην πορεία της στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.

ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ. Οι αναλυτές δεν είναι ακόμη βέβαιοι αν η Ευρώπη θα αντιδράσει προχωρώντας σε μεγαλύτερη ενοποίηση και εμβάθυνση των πολιτικών της, π.χ. στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης, για να αποτρέψει διαλυτικές τάσεις ή θα επιβραδύνει για να μην ερεθίσει τους ευρωσκεπτικιστές στο εσωτερικό της που δεν θέλουν μεγαλύτερους κοινοτικούς προϋπολογισμούς και πολιτικές αλληλεγγύης.

Σε κάθε περίπτωση, οι πρώτες εκτιμήσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα στο εγγύς μέλλον ότι η Ευρώπη, χωρίς να ανακινεί θέμα Grexit, δεν θα ανεχθεί αμφισβήτηση κανόνων και ειλημμένων αποφάσεων. Κάτι που σημαίνει ότι στην επόμενη αξιολόγηση του Μνημονίου, το φθινόπωρο, η κυβέρνηση θα έχει απέναντί της αυστηρότερους συνομιλητές.

«Με τη Γερμανία και τη Γαλλία να αντιμετωπίζουν εκλογικές αναμετρήσεις το 2017 και τις ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις στις χώρες τους σε άνοδο», σημειώνει οικονομικός αναλυτής, «είναι βέβαιο ότι θα μας πουν να κάνουμε αυτό που πρέπει και έχουμε συμφωνήσει και να μην εγείρουμε άλλες απαιτήσεις. Τι θα τους πούμε εμείς, ότι θέλουμε παραπάνω δάνεια και χαμηλότερα πλεονάσματα όταν αντιμετωπίζουν τέτοιες προκλήσεις στο εσωτερικό τους; Από κει και πέρα, θα μας βάλουν στο περιθώριο των ενδιαφερόντων τους καθώς άλλα θέματα θα τους απασχολούν» λένε.

ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ. Σκηνικό αβεβαιότητας για την επόμενη διετία, με την Ενωση να ασχολείται με τη διαπραγμάτευση εξόδου της Βρετανίας και τις ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις σε ενισχυμένο ρόλο, περιγράφει ακαδημαϊκή πηγή σχολιάζοντας ότι «δεν ξέρω αν θα κλείσει το καπάκι».

Για την Ελλάδα εκτιμά ότι «σε πρώτη φάση η Ευρώπη δεν θα θέλει άλλες κρίσεις όπως ένα Grexit, θα υπερισχύσει η διάθεση να μην ξηλωθεί το πουλόβερ». Σε μια ανάλογη ανάγνωση, έμπειρος παράγων της ευρωπαϊκής ζωής εκτιμά ότι «οι ιδρυτικές χώρες θα θελήσουν να στείλουν μήνυμα ότι η ενοποίηση δεν ανακόπτεται». Ωστόσο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο «να προχωρήσει η Ευρώπη με τις χώρες που το επιθυμούν» αναβιώνοντας την προοπτική των ομόκεντρων κύκλων. Σε μια τέτοια περίπτωση, λέει, το ερώτημα είναι πού θα βρεθεί η Ελλάδα.