H παλιά πολιτική τάξη δεν καταρρέει εύκολα. Αυτό ίσως αποτελεί μια εξήγηση για το ότι η Ισπανία βρίσκεται σε πολιτικό αδιέξοδο από τις εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου με τα πολιτικά κόμματα να μην μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Οι Ισπανοί ξέρουν ότι στις αυριανές επαναληπτικές εκλογές κανένα κόμμα δεν πρόκειται να εξασφαλίσει την πλειοψηφία και φοβούνται ότι θα ζήσουν τη «μέρα της μαρμότας», θα δουν δηλαδή να επαναλαμβάνονται τα ίδια (όπως ο Μπιλ Μάρεϊ στην ομώνυμη ταινία που βρίσκεται παγιδευμένος στο χρόνο και αναγκάζεται να ζει την ίδια μέρα ξανά και ξανά). Οι πολιτικοί αρχηγοί, πάλι, δηλώνουν πως είναι αποφασισμένοι αυτή τη φορά να συνεργασθούν σε συμμαχική κυβέρνηση.

Ομως αυτή την εποχή τα πράγματα στην Ευρώπη αλλάζουν ξαφνικά. Το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα, μετά την απόφαση για το Brexit, έσπευσε να προβάλει αιτήματα για το Γιβραλτάρ που σε ποσοστό 94% ψήφισε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. «Θέλουμε συγκυριαρχία στο Γιβραλτάρ με τους Βρετανούς», είπε ο υπουργός Εξωτερικών Χοσέ Μαργκάγιο. «Η ισπανική σημαία στον Βράχο είναι πιο κοντά από ποτέ». Και κάπως έτσι, ένα θέμα που δεν συζητήθηκε καθόλου τους τελευταίους μήνες, γίνεται σημαία για το συντηρητικό κόμμα που προβλέπεται να έρθει και πάλι πρώτο. Οι δηλώσεις των στελεχών του στρέφονται εναντίον «των λαϊκιστών που επιθυμούν ρήξεις». Το Brexit όμως και οι αντιδράσεις των Σκωτσέζων που πιθανόν να οδηγήσουν σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας πυροδοτούν και ένα ακόμη φλέγον ζήτημα. Το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας, το οποίο αποτέλεσε τον κύριο λόγο για τον οποίο δεν έγινε εφικτή η κυβερνητική συνεργασία Podemos – Σοσιαλιστών καθώς το Podemos έβαζε ως όρο τη διεξαγωγή του. Τώρα και ενώ η συνεργασία Podemos και Ενωμένης Αριστεράς δείχνει να κατακτά τη δεύτερη θέση εκτοπίζοντας τους Σοσιαλιστές, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας λέει πως το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας δεν αποτελεί πλέον κόκκινη γραμμή για το κόμμα του.

Οι αναλυτές στρέφονται προς την τοπική αυτοδιοίκηση για να βρουν πιθανές συνεργασίες. Podemos και Σοσιαλιστές τον τελευταίο χρόνο συνεργάζονται στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Ισπανίας. Στη Βαρκελώνη και τη Βαλένθια οι δημοτικοί σύμβουλοι των δύο κομμάτων εργάζονται μαζί ενώ στη Μαδρίτη οι Σοσιαλιστές ήταν εκείνοι που άνοιξαν τον δρόμο για να γίνει δήμαρχος της πρωτεύουσας μια πρώην κομμουνίστρια, η Μανουέλα Καρμένα, πριν από έναν χρόνο. Ομως τώρα τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα για τους Σοσιαλιστές που φαίνεται ότι βυθίζονται σε κρίση ασχέτως του αποτελέσματος της Κυριακής. Είναι δύσκολο να σχηματισθεί κυβέρνηση στη Μαδρίτη χωρίς την άμεση ή την έμμεση υποστήριξή τους (το Λαϊκό Κόμμα χρειάζεται τουλάχιστον την αποχή των Σοσιαλιστών για να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης). Ο Σοσιαλιστής ηγέτης Πέδρο Σάντσεθ είτε αποφασίσει να στηρίξει το Λαϊκό Κόμμα είτε τους Podemos θα δεχθεί πολλά εσωκομματικά πυρά αλλά και αντιδράσεις από τους ψηφοφόρους του. Ο πρώην πρωθυπουργός Φελίπε Γκονζάλεθ ασκεί πιέσεις στον Σάντσεθ να διαπραγματευθεί μια συμφωνία με τον Μαριάνο Ραχόι και το Λαϊκό Κόμμα ανάλογη με αυτήν στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να διασωθεί το σύστημα εναλλαγής των δύο κομμάτων στην εξουσία τις τελευταίες δεκαετίες.

Ρεκόρ αποχής προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις

Παρά τις διαφορές οι τέσσερις ισπανοί πολιτικοί ηγέτες υπόσχονται στους συμπολίτες τους ότι δεν θα χρειασθεί να επιστρέψουν στις κάλπες για τρίτη φορά. Ομως η αυριανή ψηφοφορία αναμένεται να αναδείξει το όλο και διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων, με τις δημοσκοπήσεις να προβλέπουν ρεκόρ αποχής. «Είναι κατανοητό ότι πολλοί ψηφοφόροι κοιτούν αυτές τις εκλογές με μελαγχολία, κατάθλιψη ή απάθεια», παρατηρεί ο Χοσέ Ιγκνάσιο Τορεμπλάνκα, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών. «Οι πολιτικές της λιτότητας, τα σκάνδαλα διαφθοράς των παραδοσιακών κομμάτων που αποκαλύπτονται κάθε μέρα καθώς και η μεγάλη ανεργία έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα. Η ποιότητα της ισπανικής δημοκρατίας μάς κάνει να επιθυμούμε πολλά ακόμα». Οπως εκτιμά η γερμανική εφημερίδα «Die Welt», οι Ευρωπαίοι, σοκαρισμένοι ακόμα από το Brexit, κοιτούν στην Ισπανία ως την «επόμενη μεγάλη κρίση στην ΕΕ».