Η μαζική δολοφονία στο νυχτερινό κέντρο του Ορλάντο αποτέλεσε άλλη μια φορά αφορμή για συζήτηση σχετικά με τον έλεγχο των πωλήσεων όπλων. Και άλλη μια φορά τίθεται το ερώτημα εάν είναι δυνατόν οι αμερικανικές Αρχές να ασκήσουν κάποιον έλεγχο στα εκατομμύρια όπλα που βρίσκονται στα σπίτια των πολιτών –μακράν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ποσοστό κατοχής όπλων στον κόσμο.

Τα συμπεράσματα που εξάγονται από τη διεθνή εμπειρία έχουν ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα, η Αυστραλία. Μεταξύ Οκτωβρίου 1996 και Σεπτεμβρίου 1997, η Αυστραλία αντέδρασε στο δικό της πρόβλημα με τα πολλά βίαια επεισόδια που σχετίζονταν με όπλα στα σπίτια με μια αυστηρή κίνηση: κατέσχεσε περίπου 650.000 όπλα από ιδιώτες. Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα εξαγοράς όπλων στη σύγχρονη ιστορία. Και είχε αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι παρόμοιο θα είναι αποτελεσματικό στις ΗΠΑ, όμως αξίζει να εξετάσουμε αυτή την εμπειρία. Τι έκανε η Αυστραλία:

Στις 28 Απριλίου 1996 ένας 28χρονος άνδρας με βεβαρημένο ποινικό μητρώο ονόματι Μάρτιν Μπράιαντ μπήκε σε καφέ στο Πορτ Αρθουρ, τουριστική πόλη της Τασμανίας, και άνοιξε πυρ με ημιαυτόματο όπλο. Σκότωσε 35 άτομα και τραυμάτισε άλλα 28. Ο τότε πρωθυπουργός Τζον Χάουαρντ είχε αναλάβει την εξουσία μόλις έξι εβδομάδες νωρίτερα, επικεφαλής ενός κεντροδεξιού συνασπισμού. Γρήγορα κατέληξε σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα για τη σφαγή του Πορτ Αρθουρ: στη χώρα του υπήρχαν πάρα πολλά όπλα και ήταν πολύ εύκολο για όποιον ήθελε να αποκτήσει ένα. «Ηξερα ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσω την εξουσία που είχα στα χέρια μου προκειμένου να περιορίσω την οπλοκατοχή και την οπλοχρησία» έγραψε σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στους «New York Times» το 2013. Ο Χάουαρντ έπεισε τόσο τον κυβερνητικό συνασπισμό όσο και τις πολιτείες της Αυστραλίας (η χώρα έχει ομοσπονδιακό σύστημα) να συμφωνήσουν σε μια ριζική μεταρρύθμιση των νόμων που αφορούν τα όπλα. Η Εθνική Συμφωνία για τα Οπλα (NFA) συντάχθηκε έναν μήνα μετά τη μαζική δολοφονία και επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στη νόμιμη οπλοκατοχή στην Αυστραλία. Επίσης δημιούργησε μια λίστα καταγραφής κάθε ιδιοκτήτη όπλου στη χώρα, μεταξύ άλλων μέτρων, καθώς και την απαίτηση να εκδίδεται άδεια για κάθε νέα αγορά.

Μια από τις πιο σημαντικές προβλέψεις της NFA ήταν η πλήρης κατάργηση αγοράς συγκεκριμένων τύπων όπλων όπως τα αυτόματα και τα ημιαυτόματα. Ομως υπήρχαν ήδη στην κυκλοφορία πολλά τέτοια όπλα και η Εθνική Συμφωνία προέβλεπε την απόσυρσή τους. Το πρόβλημα λύθηκε με ένα εθνικό υποχρεωτικό πρόγραμμα εξαγοράς: οι Αρχές των πολιτειών έπρεπε να κατάσχουν όλα αυτού του είδους τα όπλα η κατοχή των οποίων μόλις είχε κριθεί. Ως αντάλλαγμα θα εξαγόραζαν τα όπλα από τους κατόχους τους σε μια δίκαιη τιμή η οποία θα καθοριζόταν από εθνική επιτροπή βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς. Η NFA προσέφερε επίσης αμνηστία σε όποιον παρέδιδε όπλα που κατείχε παράνομα, χωρίς όμως να περιμένει και την εξαγορά τους.

Υπήρχαν φόβοι ότι η υποχρεωτική εξαγορά θα αντιμετώπιζε σθεναρή αντίσταση. Μάλιστα σε μια ομιλία του μπροστά σε κοινό με υποστηρικτές της οπλοκατοχής ο Χάουαρντ φόρεσε για προληπτικούς λόγους αλεξίσφαιρο γιλέκο. Ομως όλοι οι φόβοι αποδείχθηκαν αβάσιμοι. Περίπου 650.000 όπλα που είχαν αγορασθεί νόμιμα παραδόθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους και κατόπιν καταστράφηκαν.