Λένε ότι στην οικονομία δεν υπάρχει πάτος. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τα ποσοστά της (αντι)δημοτικότητας του Φρανσουά Ολάντ. Μία νέα δημοσκόπηση που είδε χθες το φως της δημοσιότητας θέλει μόλις 16% των Γάλλων να τον θεωρούν «καλό πρόεδρο». Και αυτό το ποσοστό αρκεί για να καταλάβει κανείς πόσο παρακινδυνευμένο είναι το στοίχημα που βάζει ο Ολάντ αποδεχόμενος την αρχή μιας primaire ανοιχτής στα «κυβερνητικά κόμματα» για την ανάδειξη του υποψηφίου της γαλλικής (Κεντρο)Αριστεράς στις προεδρικές εκλογές του 2017.

Την απόφαση έλαβε ομόφωνα το Σάββατο το εθνικό συμβούλιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος –δεν τίθεται αμφιβολία ότι ο γάλλος πρόεδρος είχε δώσει τη συγκατάθεσή του. Είναι μια απόφαση κόντρα στην παράδοση: ποτέ άλλοτε επί Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας δεν είχε υποχρεωθεί απερχόμενος πρόεδρος να θέσει υποψηφιότητα για μία… νέα υποψηφιότητά του για το Ελιζέ. Μήνες τώρα, διάφορες προσωπικότητες της Αριστεράς ζητούσαν τη διοργάνωση προκριματικών εκλογών με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων του χώρου, ώστε να υπάρξει ένας και μοναδικός υποψήφιος που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τόσο τον δεξιό όσο και τον ακροδεξιό (λέγετέ την Μαρίν Λεπέν) κίνδυνο. Με τη γαλλική Αριστερά στην κατάσταση που βρίσκεται, μια τέτοια συνεννόηση είναι εκτός συζήτησης –και την ιδέα μιας «στενότερης» primaire, ωστόσο, μέχρι πρότινος απέρριπταν κατηγορηματικά τόσο ο γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς, όσο και πολλοί στενοί συνεργάτες του γάλλου προέδρου.

Τι άλλαξε; Η πίεση από τους αντάρτες έγινε αφόρητη. Το ίδιο και η πίεση της κοινής γνώμης. «Αν δεν μπορώ να κερδίσω την primaire, πώς μπορώ να ελπίζω ότι θα κερδίσω τις προεδρικές εκλογές;» φέρεται να αναρωτήθηκε ο Φρανσουά Ολάντ. Προκριματικές εκλογές, λοιπόν, σε δύο γύρους, στις 22 και τις 29 Ιανουαρίου 2017, δύο μήνες μετά την primaire της Δεξιάς, ανοιχτές στους υποστηρικτές της «Ωραίας Λαϊκής Συμμαχίας» που έχει λανσάρει ο επικεφαλής του PS, Ζαν-Κριστόφ Καμπαντελίς· που σημαίνει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και τους συνεργαζόμενους με αυτό στην κυβέρνηση, όχι όμως και στους Κομμουνιστές ή τους Οικολόγους. Μία εκπρόσωπος των frondeurs, των σοσιαλιστών ανταρτών, η Μαρί-Νοέλ Λινμάν, έχει ήδη δηλώσει υποψήφια, δύο άλλοι πολύ πιο γνωστοί, ο πρώην υπουργός Οικονομίας Αρνό Μοντμπούρ καθώς και ο Μπενουά Αμόν, το σκέπτονται. Λέγεται ότι οι στενοί συνεργάτες του Βαλς τον πιέζουν έντονα να συμμετάσχει, απέναντι στον Ολάντ –αλλά εκείνος δεν το συζητά.

Μία ευφυής κίνηση ή μία σφαίρα στο πόδι; –αναρωτιόταν η «Monde» αναφερόμενη στο στοίχημα του γάλλου προέδρου. Ο Ολάντ, που δεν έχει βέβαια ακόμη δηλώσει υποψήφιος, θα μπορούσε, μέσω της primaire, να αποκτήσει μια νέα νομιμότητα στα μάτια των απογοητευμένων ψηφοφόρων της Αριστεράς και παράλληλα να ξεκαθαρίσει μια και καλή τους λογαριασμούς του με τους σοσιαλιστές αντάρτες. Συνεργάτες του δηλώνουν βέβαιοι πως είναι «ακόμη ικανός να εκπλήξει». Η πικρή αλήθεια είναι ότι δεν είχε άλλη επιλογή.

Ο Εμανουέλ Μακρόν

Ο ιδιαίτερα φιλόδοξος Εμανουέλ Μακρόν, ο υπουργός Οικονομίας του Ολάντ, θεωρητικά δεν μπορεί να συμμετάσχει στην primaire, δεν είναι μέλος του PS – εκτός αν εντάξει το κίνημά του, το Εμπρός!, στην Ωραία Λαϊκή Συμμαχία, το έχει όμως παρουσιάσει ως υπεράνω κομμάτων