Υψηλή θερμοκρασία-ρεκόρ για την Ινδία και γενικότερα την Ασία, καταγράφηκε στην ινδική πόλη Φαλόντι, στο βόρειο Ρατζαστάν, με το θερμόμετρο να φτάνει τους 51 βαθμούς Κελσίου.

Το προηγούμενη ρεκόρ Ινδίας κατείχε το Αλβάρ, μία άλλη πόλη στο Ρατζαστάν, από το 1956, με θερμοκρασία 50,6 βαθμών Κελσίου. Η νέα θερμοκρασία έσπασε το ρεκόρ Ινδίας και Ασίας, αλλά απείχε αισθητά από το παγκόσμιο ρεκόρ, που εξακολουθεί να κατέχει η λεγόμενη Κοιλάδα του Θανάτου στην ανατολική Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών, με 56,7 βαθμούς Κελσίου από το 1913.

Οι θερμοκρασίες γύρω στους 40 βαθμούς Κελσίου είναι συνηθισμένες στο Ρατζαστάν, αλλά σπάνια ξεπερνούν τους 50 βαθμούς. Το Φαλόντι βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της χώρας, κοντά στα σύνορα μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, εντός της ερήμου Ταρ, και παρά το ότι σημειώνει ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες, ποτέ δεν είχε καταγραφεί κάτι παρόμοιο.

Υπολογίζεται ότι εκατοντάδες άνθρωποι έχουν ήδη χαθεί λόγω του κύματος καύσωνα και της εκτεταμένης περιόδου ξηρασίας που πλήττει την Ινδία.

Εξάλλου, το κύμα καύσωνα του περασμένου έτους έλιωσε μέχρι και την άσφαλτο σε δρόμους των πόλεων και κόστισε τη ζωή σε περισσότερα από χίλια άτομα, κυρίως λόγω αφυδάτωσης και θερμοπληξίας.

Οι αρχές της Ινδίας έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις και οδηγίες για τους κατοίκους σχετικά με το κύμα καύσωνα, με ορισμένες περιοχές να προχωρούν ακόμα και στην απαγόρευση του μαγειρέματος κατά τη διάρκεια της ημέρας, ως μέτρο πρόληψης των πυρκαγιών, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του βρετανικού Guardian.

Ως κύμα καύσωνα ορίζεται όταν η θερμοκρασία φτάνει τους 45 βαθμούς Κελσίου ή όταν η θερμοκρασία είναι κατά πέντε βαθμούς μεγαλύτερη από τις μέσες θερμοκρασίες των προηγουμένων ετών, για έναν αριθμό συνεχόμενων ημερών, που ποικίλλει ανάλογα με τον οργανισμό που πραγματοποιεί τις μετρήσεις.

Οι θερμοκρασίες ρεκόρ σημειώνονται ενώ οι επιστήμονες της NASA, της Αμερικανικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας, της Βρετανικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και άλλων οργανισμών ανά τον κόσμο, προβλέπουν με σιγουριά ότι το 2016 θα είναι το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ, παίρνοντας την σκυτάλη από το 2015, με την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή να αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πίσω από αυτό το φαινόμενο.