Πέθανε σε ηλικία ενενήντα έξι ετών ο Λίτσιο Τζέλι, επικεφαλής της μασονικής στοάς «P2 – Propaganda 2».

Επιχειρηματίας με συμμετοχή, στα νεανικά του χρόνια, στο φασιστικό κρατίδιο του Σαλό, υπό τον πλήρη έλεγχο των ναζιστών, ο Τζέλι, στην δεκαετία του εβδομήντα κατάφερε να εξασφαλίσει την θέση του επικεφαλής της μασονικής στοάς P2 (Πι 2), η οποία βασιζόταν σε σχέδιο ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Φέρεται να είχε σχεδιάσει τη σύλληψη του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας Τζουσέπε Σάραγκατ, στο πλαίσιο αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος, το 1970. Κατηγορήθηκε, επίσης, ότι έπαιξε κύριο ρόλο στην δημιουργία της δομής της «Γκλάντιο», αντίστοιχης οργάνωσης της «Κόκκινης Προβιάς».

Στα μέλη της μασονικής στοάς P2, σύμφωνα με έγγραφα που κατασχέθηκαν από την ιταλική δικαιοσύνη, συμπεριλαμβάνονταν όλοι, σχεδόν, οι ιθύνοντες των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών, ο τότε επιχειρηματίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γνωστοί δημοσιογράφοι και σειρά βουλευτών, καθώς και πολλά άλλα πρόσωπα με θέσεις ευθύνης στην δημόσια διοίκηση και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Μετά από τη σύλληψή του στην Ελβετία, ο Τζέλι δραπέτευσε και κατάφερε να μεταβεί στην Λατινική Αμερική. Παραδόθηκε, τελικά, στις ιταλικές αρχές, το 1987.

Η σφαγή στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια

Καταδικάσθηκε για δόλια χρεοκοπία, στο πλαίσιο της γνωστής υπόθεσης της καθολικής τράπεζας Banco Ambrosiano, στην οποία φέρεται να επένδυσε χρήματα νονών της μαφίας.

Παράλληλα, ο Λίτσιο Τζέλι καταδικάσθηκε από την ιταλική δικαιοσύνη για προσπάθεια παρεμπόδισης και «αποπροσανατολισμού» των ερευνών για τη σφαγή στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια.

Πρόκειται για την πιο αιματηρή επίθεση στην ιστορία της μεταπολεμικής Ιταλίας: Στις 2 Αυγούστου του 1980, έκρηξη βόμβας στον σταθμό της ιταλικής αυτής πόλης προκάλεσε τον θάνατο ογδόντα ατόμων και τον τραυματισμό πάνω από διακοσίων.

Βάσει της ετυμηγορίας της ιταλικής δικαιοσύνης, οι εντολοδόχοι ήταν νεοφασίστες τρομοκράτες, ενώ σε ό,τι αφορά τους εντολείς, μαρτυρίες και στοιχεία ανέδειξαν «ύποπτη δραστηριοποίηση» μέρους του οργανωμένου εγκλήματος και των «μυστικών υπηρεσιών».