Για όλους και για όλα, το δυναμικό come back με τις αποκαλύψεις για την αμερικανική κατασκοπεία στη γαλλική κυβέρνηση, τους δικαστικούς μαραθώνιους που συνοδεύουν κάθε αποκάλυψη, τις τεχνικές δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής, τον Εντουαρντ Σνόουντεν, αλλά και για μία νέα «βόμβα» που αφορά αυτή τη φορά τη Βρετανική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας GCHQ, μιλάει στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel ο ιδρυτής του WikiLeaks Τζούλιαν Ασάνζ.

Στα 44 του, εγκλωβισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού, στο Λονδίνο, για περισσότερο από τρία χρόνια, ο Ασάνζ, αναγνωρίζει ότι το τίμημα που έχει πληρώσει και εξακολουθεί να πληρώνει για το Wikileaks είναι βαρύ. Δεν μετανιώνει, όμως. Απεναντίας πεισμώνει και συνεχίζει να αποκαλύπτει σωρηδόν. Αυτήν την περίοδο σειρά έχουν δεκάδες έγγραφα για τη Συρία, τα οποία δεν ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως τα δυτικά μίντια, αλλά και ένα νέο σκάνδαλο που καίει την GCHQ (το βρετανικό ισοδύναμο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας των ΗΠΑ).

Προειδοποιώντας ότι θα ακουστεί σαν «τρελή θεωρία συνωμοσίας», ο Ασάνζ υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο τμήμα – Ομάδα Παρακολούθησης Κοινής Απειλής – το οποίο λειτουργεί στην GCHQ και ασχολείται αποκλειστικά με την κατασκευή πλαστών βίντεο και γραπτών μηνυμάτων, με σκοπό να ασκεί πίεση σε ξένους πολίτες.

Η συγκεκριμένη έρευνα βασίζεται κυρίως στα απόρρητα έγγραφα που υπέκλεψε από την Εθνική Υπηρεσία Ασφάλεια των ΗΠΑ (NSA) ο Εντουαρντ Σνόουντεν. Βάσει αυτών λοιπόν, υποστηρίζει ο Ασάνζ, προκύπτει ότι το συγκεκριμένο τμήμα κατασκεύαζε ακόμη και «σωσίες» ξένων επιχειρήσεων, τις οποίες το Λονδίνο ήθελε να βάλει στο περιθώριο, και να πουλάει προϊόντα χαμηλής ποιότητας προκειμένου να πλήξει την επωνυμία τους.

Εκτός όμως από τις αποκαλύψεις ή τις διάφορες άλλες διαδικαστικές λεπτομέρειες για τις οποίες μιλάει ο ιδρυτής του Wikileaks – από τις δωρεές με τις οποίες λειτουργεί ο ιστότοπος έως τους 150 δικηγόρους ανά τον κόσμο που χειρίζονται τις νομικές του περιπέτειες – ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης αφορά τα μέσα ενημέρωσης και κυρίως τα βρετανικά.

«Οι περισσότεροι από τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς καίνε τις πηγές», υπογραμμίζει ο Ασάνζ για να φέρει ευθύς αμέσως το παράδειγμα το Σνόουντεν, «ο οποίος εγκαταλείφθηκε στο Χονγκ Κονγκ, κυρίως από την Guardian», η οποία χειριζόταν κατ’ αποκλειστικότητα αρχικά τις αποκαλύψεις – ο ίδιος ο Σνόουντεν έχει παραδεχτεί ότι πολλοί δημοσιογράφοι ενδιαφέρθηκαν για τα πολύτιμα έγγραφα που κουβαλούσε στα λάπτοπ του, όμως μόνο η Wikileaks τον βοήθησε ουσιαστικά να δραπετεύσει από το Χονγκ Κονγκ.