Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον θεωρείται ο δημοφιλέστερος αρχηγός μεγάλου κόμματος στη χώρα και οι Συντηρητικοί, παραμένουν το κόμμα που εμπιστεύονται οι περισσότεροι για την οικονομία, καθώς συνέβαλε στην ανάκαμψή της, όπως σχολιάζει το Reuters.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει το πρακτορείο, είτε βγει νικητής, είτε ηττημένος από τις αυριανές κρίσιμες βουλευτικές εκλογές, η πολιτική καριέρα του Κάμερον κρέμεται από μία κλωστή.

Σε περίπτωση ήττας, αυτό θα γίνει ακαριαία. Αλλά ακόμη κι αν κερδίσει χωρίς να εξασφαλίσει αυτοδυναμία–κάτι που σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις θα συμβεί με όλα τα κόμματα–το πιθανότερο είναι να αντιμετωπίσει σύντομα εσωκομματική αμφισβήτηση.

Απόγονος του βασιλιά Γουλιέλμου του Δ’, ο Κάμερον, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία το 2010 αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία στην κυβέρνηση συνασπισμού με τους κεντροαεριστερούς Φιλελεύθερους Δημοκράτες, δηλώνει ότι θα ήθελε μία ακόμη πενταετή θητεία «για να ολοκληρώσει το έργο του» της οικονομικής ανάπτυξης. Σκοπεύει ακόμη να διενεργήσει δημοψήφισμα με το ερώτημα της παραμονής ή μη της χώρας στην ΕΕ.

Αν όμως δεν επιτύχει αυτοδυναμία του κόμματός του για πρώτη φορά εδώ και 23 χρόνια, ενδεχομένως να δώσει μάχη για να ολοκληρώσει θητεία.

«Οι Συντηρητικοί είναι σκληροπυρηνικοί», σχολιάζει στο πρακτορείο ο Γκρεγκ Μπέικερ, που στο παρελθόν εργάστηκε στο επιτελείο των Τόρις και σήμερα διευθύνει τη δική του εταιρεία δημοσίων σχέσεων, την Guide. Ο ίδιος σημειώνει ότι οι ημέρες του Κάμερον είναι μετρημένες: «Ποτέ δεν τον ήθελε το κόμμα».

Ο Τιμ Μπέιλ, συγγραφέας της ιστορίας του Συντηρητικού Κόμματος, λέει ότι ο Κάμερον θα δεχτεί εσωκομματικό πόλεμο ακόμη κι αν διατηρήσει τα κλειδιά της Ντάουνινγκ Στριτ 10.

Αν καταφέρει να παραμείνει στο Νούμερο 10, θεωρώ ότι θα τον συγχωρέσουν για καμιά-δυό εβδομάδες. Μετά, θα΄ναι δύσκολο, λέει ο Μπέιλ.

Ενώ οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι τον συμπαθούν, ο 48χρονος πρωθυπουργός είναι προϊόν ενός ασυνήθιστα προνομιακού υπόβαθρου: γιος πλούσιου χρηματιστή, φοίτησε στο οικοτροφείο αρρένων της ελίτ Ίτον και στη συνέχεια στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ η σύζυγός του είναι απόγονος ενός άλλου βασιλιά, του Καρόλου του ‘Β της Αγγλίας.

Σε μία χώρα με εμμονή με την κοινωνική καταγωγή, πολλοί είναι εκείνοι που ενοχλούνται με το προφίλ του Κάμερον. Ένας βουλευτής, εκ των δριμύτερων επικριτών του, χαρακτήρισε κάποτε τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών «δύο πλουσιόπαιδα που δεν γνωρίζουν πόσο κοστίζει το γάλα».

Βουλευτές της αντιπολίτευσης και μερίδα του βρετανικού Τύπου τον έχουν παρομοιάσει με τον «Ανθρωπο-Αστραπή» , έναν μεγαλοαστό αντιήρωα, πρωταγωνιστή σε λογοτεχνικά βιβλία του 19ου αιώνα.

Η μεγαλύτερη ίσως αδυναμία του Κάμερον είναι ότι απέτυχε να αλλάξει την αντίληψη που μοιράζονται κάποιοι ψηφοφόροι ότι ηγείται ενός «απαίσιου κόμματος», έναν χαρακτηρισμό στον οποίο προσέφυγε μία από τις υπουργούς του, η Τερέζα Μέι, το 2002, καλώντας τους Τόρις να γίνουν ένα κόμμα χωρίς αποκλεισμούς.

Όταν ο Τόνι Μπλερ των Εργατικών τούς νίκησε σε τρεις συναπτές εκλογικές αναμετρήσεις, γνωρίζοντες τα εσωτερικά των Τόρις εξέφρασαν ανησυχίες ότι η αποτυχία τους ήταν αποτέλεσμα της φήμης που είχαν αποκτήσει ότι αδιαφορούσαν για τους φτωχούς, είχαν στενούς δεσμούς με τον επιχειρηματικό κόσμο και ήταν αρνητικοί απέναντι στους ομοφυλόφιλους και τις εθνοτικές μειονότητες.

Ο Κάμερον, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος το 2005, επιχείρησε να αλλάξει αυτή την εικόνα: νομιμοποίησε τους γάμους των ομοφυλοφίλων, αύξησε την εξωτερική βοήθεια και διόρισε την πρώτη γυναίκα μουσουλμάνα υπουργό στην ιστορία της χώρας.

Ωστόσο, οι προσπάθειές του να εμφανίσει το κόμμα φιλικότερο, ναυάγησαν εξαιτίας της προσέγγισής του απέναντι στο έλλειμμα του προϋπολογισμού που κληρονόμησε–το μεγαλύτερο μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τη μείωσή του, ο Κάμερον προέβη σε περιορισμούς στις κοινωνικές δαπάνες , υποχρεώνοντας έτσι – σύμφωνα με τους αντιπολιτευόμενους Εργατικούς–τους πιο ευάλωτους κοινωνικά να «πληρώνουν τα σπασμένα» των πλούσιων τραπεζιτών.

Υπό πίεση από την δεξιά πτέρυγα του κόμματός του και από την άνοδο του αντι-ευρωπαϊκού Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Κάμερον μετατόπισε το επίκεντρο του ενδιαφέροντός του προς πιο παραδοσιακά, συντηρητικά θέματα.

Όσο αυξανόταν η λαϊκή δυσαρέσκεια για τη μετανάστευση, εκείνος σκλήραινε τη ρητορική του και κατέστησε δυσκολότερη τη μετανάστευση για πολίτες εκτός ΕΕ.

Και παρότι είπε ότι επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, δεσμεύτηκε για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος το 2017, σε περίπτωση εκλογής του, προκαλώντας ανησυχία σε μερίδα της επιχειρηματικής κοινότητας που παραδοσιακά στήριζε τους Συντηρητικούς, αλλά δεν θέλει να εγκαταλείψει η χώρα την ΕΕ.

Ήδη, κυκλοφορούν ονόματα επίδοξων «μνηστήρων». Ανάμεσά τους, η υπουργός Εσωτερικών Τερέζα Μέι, ο πληθωρικός δήμαρχος Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον, ο πιστός στον Κάμερον υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν και ο υπουργός Πολιτισμού Σατζίντ Τζαβίντ.

Ο Τζόνσον, μάλιστα, ο οποίος ήταν σύγχρονος του Κάμερον στο Ίτον και στην Οξφόρδη, είναι δημοφιλέστερος από άλλους πιθανούς διεκδικητές της ηγεσίας των Συντηρητικών.

Δημοσκόπηση του ινστιτούτου YouGov τον Μάρτιο αποφάνθηκε ότι το 28% των ερωτηθέντων θα ήθελαν τον Τζόνσον για νέο ηγέτη των Τόρις, ενώ 13% την Μέι και 8% τον Όζμπορν.

Πριν από λίγες μέρες, σύμφωνα με μαρτυρίες αντιπάλων του, σε ένα γλωσσικό του ολίσθημα, ο Κάμερον είπε ότι βάζει τη χώρα του πάνω από το προσωπικό του μέλλον περιγράφοντας τις εκλογές ως «καθοριστικές για την καριέρα» του. Και κατά πάσα πιθανότητα είχε δίκιο.