«Δεν φοβάμαι». Αυτό ήταν το βασικό σύνθημα των περίπου 10.000 διαδηλωτών που έκαναν πορεία χθες στη Μόσχα στη μνήμη του Μπόρις Νεμτσόφ, του φιλελεύθερου πολιτικού που το βράδυ της Παρασκευής δολοφονήθηκε από ένοπλο κοντά στο Κρεμλίνο. Στην πραγματικότητα, όμως, ο φόβος μεγαλώνει σε μια χώρα που τα τελευταία χρόνια μετράει αρκετές πολιτικές δολοφονίες. Εξάλλου, ακόμη και ο ίδιος ο Νεμτσόφ φοβόταν. Δύο εβδομάδες πριν δεχθεί τέσσερις σφαίρες στην πλάτη ο 55χρονος, πρώην αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης και ηγετική φυσιογνωμία της αντιπολίτευσης, είχε συναντηθεί με την αμερικανίδα δημοσιογράφο Γεβγκένια Αλμπατς. Ο σκοπός του ήταν να δημοσιεύσει έρευνα υπό τον τίτλο «Ο Πούτιν και ο πόλεμος». Το θέμα της, σύμφωνα με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς», ήταν η εμπλοκή του Κρεμλίνου στην ουκρανική κρίση.

Η δημοσιογράφος θυμάται τον πολιτικό να της λέει ότι φοβόταν πως θα τον σκοτώσουν. Αλλά και πως την ίδια στιγμή προσπαθούσε να πείσει την ίδια και τον εαυτό του ότι δεν θα το έκαναν επειδή είχε υπάρξει μέλος της ρωσικής κυβέρνησης και, επομένως, θα δημιουργούσαν ένα πολύ κακό προηγούμενο. Με άλλα λόγια, προσπαθούσε να πείσει τη συνομιλήτριά του και τον εαυτό του ότι απολάμβανε κάποιο είδος ασυλίας. Το επιχείρημα έμοιαζε λογικό, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αρκετό. Ο Νεμτσόφ όχι μόνο δολοφονήθηκε, αλλά δολοφονήθηκε και στην Κόκκινη Πλατεία, δηλαδή σε ένα μέρος κοντά στο Κρεμλίνο που φυλάσσεται πολύ καλά. Επεσε νεκρός, ενώ έβγαινε από εστιατόριο συνοδευόμενος από την 24χρονη σύντροφό του Αννα Ντουρίτσκαγια.

Η σκηνή της δολοφονίας απαθανατίστηκε σε κάμερα ασφαλείας. Οι Αρχές έχουν κάνει, πάντως, ελάχιστη πρόοδο. Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν απέστειλε συλλυπητήρια επιστολή στη μητέρα του θύματος διαβεβαιώνοντας πως οι υπεύθυνοι θα οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Οπως είναι φυσικό, οι υποψίες πέφτουν στο καθεστώς του. Ο ίδιος ωστόσο αντικρούει την υπόθεση με το ίδιο επιχείρημα που είχε χρησιμοποιήσει στην περίπτωση της δολοφονίας της Αννας Πολιτκόφσκαγια: τι όφελος θα είχε από τη δολοφονία κάποιου του οποίου η φωνή δεν έφτανε στη ρωσική κοινωνία; Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Οπως σημειώνει ο καθηγητής Σεργκέι Γκουριέφ στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», η φωνή του Νεμτσόφ δεν έφτανε όσο θα μπορούσε στη ρωσική κοινωνία εξαιτίας της λογοκρισίας, της προπαγάνδας και του ελέγχου των μέσων ενημέρωσης από το Κρεμλίνο. Επειτα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρώσος πρόεδρος θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει κάποια στιγμή δημοσίως τον πρώην αντιπρόεδρο. Αντίθετα από άλλους ηγέτες της ρωσικής αντιπολίτευσης, ο Νεμτσόφ ήταν πολιτικός. Ακόμη περισσότερο, ήταν ένας σύνδεσμος ανάμεσα στην παλιά και στη νέα φρουρά των ρώσων φιλελευθέρων. Αποτελούσε, επομένως, σοβαρή απειλή για το καθεστώς.

Οι ρωσικές Αρχές δηλώνουν, από την πλευρά τους, ότι εξετάζουν όλες τις υποθέσεις. Αλλά δεδομένης της ευρείας γκάμας των υποθέσεων, αυτή η δήλωση μοιάζει περισσότερη με υπόσχεση συσκότισης. Μία από τις υποθέσεις είναι ότι τον Νεμτσόφ σκότωσαν οπαδοί της αντιπολίτευσης για να φέρουν σε δύσκολη θέση το Κρεμλίνο. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι οι δράστες είναι τζιχαντιστές – αυτό επειδή ο Νεμτσόφ είχε καταδικάσει ανοιχτά την επίθεση στο «Σαρλί Εμπντό». Μια τρίτη θέλει υπεύθυνους τους ουκρανούς εξτρεμιστές, είτε από το στρατόπεδο του Κιέβου είτε από εκείνο των φιλορώσων αυτονομιστών.

Του είχε στήσει ενέδρα

Από κάμερα που κατέγραψε από απόσταση τη στιγμή της δολοφονίας, φαίνεται ότι ο δολοφόνος είχε στήσει ενέδρα στον Μπόρις Νεμτσόφ στη μεγάλη πέτρινη γέφυρα πάνω από τον ποταμό Μόσκοβα. Οπως προκύπτει από το υλικό, το θύμα περπατούσε στη γέφυρα μαζί με τη σύντροφό του, όταν περίπου στις 11.30 το βράδυ της Παρασκευής τον πλησίασε κάποιος και τον πυροβόλησε, ενώ στη συνέχεια τρέχοντας επιβιβάστηκε σε ένα αυτοκίνητο.

Επιμένουν στη θεωρία της προβοκάτσιας

Το Κρεμλίνο επιμένει, όπως αναμενόταν, στη θεωρία της προβοκάτσιας. «Ο πρόεδρος υπογράμμισε ότι αυτή η ωμή δολοφονία φέρει όλα τα στοιχεία της εκτέλεσης ενός συμβολαίου θανάτου και ότι έχει αποκλειστικά προβοκατόρικο χαρακτήρα» αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση