Είναι ο εμπνευστής του «τρίτου δρόμου», αλλά έχει εγκαταλείψει αυτόν τον όρο προ πολλού. Ηταν πολιτικός σύμβουλος του βρετανού πρώην πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, αλλά έχει εγκαταλείψει την πολιτική ανεπιστρεπτί. Εχει διδάξει Κοινωνιολογία από την Αμερική έως την Αυστραλία, έχει διατελέσει διευθυντής του LSE και τον ακαδημαϊκό κόσμο δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Ο 77χρονος λόρδος Αντονι Γκίντενς, από τους κοινωνιολόγους με τη μεγαλύτερη επίδραση τις τελευταίες δεκαετίες, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο με μια ματιά που πάντοτε αναπροσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες πτυχές της καθημερινότητας.

Μας υποδέχθηκε στη Βουλή των Λόρδων, φιλικός σ’ ένα μάλλον αυστηρό περιβάλλον, όπου και εκτυλίχθηκε μια συζήτηση από την οποία δεν έλειψαν ούτε οι βαθιές ανησυχίες του για τη σημερινή «κοινωνία υψηλού ρίσκου και υψηλών ευκαιριών» ούτε και το εύστοχο χιούμορ του. Ο κ. Γκίντενς εξέφρασε τις απόψεις του για το «μισοτελειωμένο σχέδιο της ευρωζώνης», τη βαθιά ανισότητα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την ανάγκη για εσωτερικές αλλά και δομικές μεταρρυθμίσεις. Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις «που αφορούν την Ελλάδα αλλά και τη Γερμανία» και συνολικές αναμορφώσεις που θα χρειαστούν τη συμμετοχή εθνικών κυβερνήσεων, ευρωπαϊκών ηγετών και οικονομολόγων εκπροσώπων της Ενωσης.

Η πολυσυζητημένη έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι για τον ίδιο μάλλον ένα σενάριο φαντασίας. Μάλιστα, κατά τη γνώμη του, η κρίση της Ελλάδας και της Ενωσης με τους κατάλληλους χειρισμούς μπορεί να οδηγήσει σε μια καλύτερη Ευρώπη. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση, άλλωστε, αναβαθμίζεται κατά κύριο λόγο μέσα από κρίσεις» τονίζει. Το μυστικό είναι να θέτεις τις επιμέρους εξελίξεις –όπως είναι η κρίση του ευρώ, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ισοπέδωση της Μέσης Ανατολής αλλά και η κλιματική αλλαγή, που αποτελεί τη μεγαλύτερη ανησυχία του Γκίντενς σήμερα –στο ευρύτερο πλαίσιο του πρωτόγνωρου, ψηφιοποιημένου, οικονομικά διασυνδεδεμένου κόσμου που έχει ανοιχτεί μπροστά μας, με όλες τις ευκαιρίες και τους κινδύνους που αυτός επιφυλάσσει.

Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση διέρχεται μια κρίση με διαφορετικές εκφάνσεις και συνεπώς αλλάζει. Μπορεί κανείς να προβλέψει προς ποια κατεύθυνση;

Ολος ο κόσμος αλλάζει. Ζούμε σε μια «κοινωνία υψηλού ρίσκου – υψηλών ευκαιριών», όπως μ’ αρέσει να την αποκαλώ. Εχουμε προκαλέσει πρωτοφανή ρίσκα σε παγκόσμιο επίπεδο –από την απλή αύξηση του πληθυσμού έως την κλιματική καταστροφή –και άλλες τόσες, σχεδόν εξίσου αποστομωτικές ευκαιρίες –όπως, για παράδειγμα, την πολλά υποσχόμενη ρομποτική. Το πρόβλημα είναι ότι η παγκόσμια ενσωμάτωση σ’ αυτήν την κοινωνία δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Δεν υπάρχει, δηλαδή, η εμπειρία που να δείξει τον δρόμο για την αντιμετώπιση των ρηγμάτων και της κοινωνικής δυσμένειας που προκύπτουν από τις νέες αλλαγές. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς πού θα οδηγήσει αυτή η κρίση, από τη στιγμή μάλιστα που το ευρωπαϊκό περιβάλλον εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.

Μία από τις κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ενωση είναι η άνοδος του λαϊκισμού. Πώς θα εξηγούσατε την εμφάνιση αυτού του φαινομένου στην «κοινωνία υψηλού ρίσκου – υψηλών ευκαιριών»;

Υπάρχουν πολλές, διαφορετικές εξηγήσεις για την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη, οι οποίες δεν περιορίζονται στην, αδιαμφισβήτητη παρ’ όλα αυτά, σύνδεσή του με την κρίση του ευρώ. Τάσεις λαϊκισμού εμφανίζονται σήμερα στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Αυτό σίγουρα έχει να κάνει με τις ριζικές αλλαγές που έχουν επιφέρει οι νέες τεχνολογίες. Για παράδειγμα, μ’ ένα smartphone στην τσέπη και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις υπηρεσίες του καθένας από εμάς αισθάνεται πιο ενδυναμωμένος ως πολίτης –και καθένας από εμάς είναι πράγματι πιο ενδυναμωμένος. Αυτό αμέσως επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο πολίτης τη σχέση του με την εξουσία. Κι αυτός είναι ένας από τους πολλούς δρόμους για την εδραίωση του λαϊκισμού.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται ακόμη στη φάση της θεραπείας της οικονομικής κρίσης που τη χτύπησε πριν από επτά χρόνια, χωρίς ορατά αποτελέσματα, όπως αποδεικνύει η σημερινή ελληνική κρίση που απειλεί και τη σταθερότητα της ευρωζώνης. Πού οφείλεται αυτή η αδυναμία;
Κατ’ αρχάς, μια κρίση τέτοιου μεγέθους δεν θα συνέβαινε πριν από την ανάδυση του παγκόσμιου ηλεκτρονικού συστήματος οικονομίας. Το χρήμα είναι σε ηλεκτρονική μορφή, μεταφέρεται από τη μια άκρη του κόσμου στιγμιαία. Με άλλα λόγια, το Διαδίκτυο έχει οδηγήσει σ’ έναν κόσμο διαφανή, όπου ο χειρισμός μιας οικονομικής κρίσης, ο περιορισμός της δηλαδή, είναι εξαιρετικά δύσκολος, ενώ ο πανικός είναι αναπόφευκτος. Αλλά το βασικότερο πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι ότι η ευρωζώνη είναι ένα μισοτελειωμένο εγχείρημα. Μιλάμε για έναν οικονομικό φεντεραλισμό χωρίς το στήριγμα ενός πολιτικού φεντεραλισμού –ένα ενιαίο νόμισμα, με παγκόσμια επίδραση, μα χωρίς τους κατάλληλους θεσμούς που να το προστατεύουν.

Κατά τη γνώμη σας, τι περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη μορφή του εγχειρήματος της ευρωζώνης ή, με άλλα λόγια, πώς μπορεί να οχυρωθεί το ευρώ απέναντι σε μια οικονομική κρίση;

Αυτό που λείπει είναι ένα αρμόδιο, ενιαίο τραπεζικό σύστημα που να διαμοιράζει τα κέρδη αλλά και τα ρίσκα ισότιμα ανάμεσα στα φτωχότερα και πλουσιότερα κράτη – μέλη της ζώνης του ευρώ. Επίσης, πρέπει να υπάρχουν κεφάλαια που να προβλέπονται αποκλειστικά για την αποθεραπεία τέτοιων σοκ, όπως είναι για παράδειγμα η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, τα οποία απειλούν τη σταθερότητα και συνοχή της ευρωζώνης. Κατά μια ειρωνεία, αυτή ακριβώς η μισοτελειωμένη φύση της ευρωζώνης βρίσκεται πίσω από την κυριαρχία της Γερμανίας. Και σήμερα η Γερμανία ή η τρόικα ή οι θεσμοί, όπως τους αποκαλούμε τώρα, στέκονται εμπόδιο στον δρόμο για την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου, ολοκλήρωση που θα σήμαινε ένα δημοκρατικό, πανευρωπαϊκό σύστημα νομισματικής διαχείρισης. Τελικά, όπως αποδεικνύεται από τον εύθραυστο χαρακτήρα της ευρωζώνης, δεν μπορούν να συνεχίσουν οι μεγάλες χώρες της ΕΕ να απολαμβάνουν τα οικονομικά κέρδη της ευρωπαϊκής συνεργασίας και να συμπεριφέρονται σαν ανεξάρτητοι παίκτες όποτε τους βολεύει.

Πώς εκτιμάτε την εκλογή της νέας ελληνικής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και τη στροφή της προς μια διαφορετική στρατηγική διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους;

Νομίζω ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει πολύ περισσότερη δύναμη απ’ όσο φαίνεται μέσα από τις συναντήσεις και διαπραγματεύσεις αυτών των ημερών. Αυτό γιατί η Ελλάδα είναι σε θέση να πυροδοτήσει τις αλλαγές που θα ολοκληρώσουν το σχέδιο της ευρωζώνης. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα του χρέους που ζητεί η χώρα θα συνοδευτούν από μια ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική με άξονα την επένδυση, την ανάπτυξη και την παραγωγή θέσεων εργασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα επιτευχθεί μόνο από κυβερνήσεις, είτε αυτές είναι αριστερές είτε είναι δεξιές. Η ελλιπής δομή της ευρωζώνης δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και οι επιρροές απ’ όλους τους ευρωπαϊκούς πρωταγωνιστές είναι ίσως πιο καθοριστικές. Στην Ελλάδα λοιπόν εναπόκειται η ελπίδα ότι θα ωθήσει για μια συνολική αναμόρφωση.

Τι προέχει για την έξοδο από την ελληνική κρίση και τη σταθεροποίηση της ευρωζώνης, μια αναμόρφωση εκ των έσω, με μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό των αδύναμων χωρών, ή ένα ευρύτερο πρόγραμμα που θα αποσκοπεί στη συνολική αναμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης;

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες είναι απαραίτητες. Κατά τη γνώμη μου, βέβαια, μία από αυτές είναι και η Γερμανία. Το δικό της ελάττωμα σχετίζεται κυρίως με την προβληματική γήρανση του πληθυσμού και την υπογεννητικότητα. Παρ’ όλα αυτά, οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν. Ούτε θα οδηγήσει ποτέ στην ανάπτυξη η στρατηγική λιτότητας. Η λιτότητα λειτουργεί μόνο σε περιορισμένο χρονικό διάστημα ως ένας μοχλός για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Αν όμως διατηρηθεί επ’ αόριστον, τότε τα ίδια τα κέρδη χάνονται. Χρειάζεται μια συνολική, δομική αναμόρφωση στην ΕΕ. Ακόμη κι αν επιτευχθεί μια συμφωνία και μια διέξοδος στην ελληνική κρίση, θα χρειαστεί η διαμόρφωση ενός πανευρωπαϊκού προγράμματος επένδυσης. Μόνο έτσι θα επιτευχθούν η επιστροφή στην ανάπτυξη, η παραγωγή νέων θέσεων εργασίας και η ανάσα που ζητούν η Ελλάδα αλλά και πολλές χώρες της Ενωσης.