Αποζημίωση άνω των 190 εκατ. δολαρίων ζητεί η αμερικανική κυβέρνηση από την Deutsche Bank με προσφυγή που κατέθεσε την περασμένη Δευτέρα στο Δικαστήριο του Μανχάταν, για υπόθεση φοροδιαφυγής.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όπως αναφέρει το Βήμα της Κυριακής, η Deutsche Bank χρησιμοποίησε μια σειρά χρεοκοπημένων εταιρειών βιτρίνας για να μεταφέρει σε φορολογικούς παραδείσους κέρδη που είχε αποκομίσει στις ΗΠΑ.

Όπως διευκρίνισε ο αμερικανός εισαγγελέας Πρέετ Μπχαράρα, η υπόθεση ξέσπασε στα τέλη του 1999 με την εξαγορά από την Deutsche Bank μιας αμερικανικής εταιρείας με τα κέρδη (150 εκατ. δολάρια) από την πώληση μετοχών της φαρμακοβιομηχανίας Bristol-Myers Squibb που κατείχε η τράπεζα.

Η αμερικανική κυβέρνηση πιστεύει ότι η Deutsche Bank για να αποφύγει την καταβολή φόρων που θα μπορούσαν να φθάσουν τα 52 εκατ. δολάρια από τα κέρδη που θα της επέφερε η ρευστοποίηση του μετοχικού μεριδίου το έτος 2000 πούλησε το «πακέτο» σε εταιρείες βιτρίνας σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική αξία των μετοχών. Οι εταιρείες βιτρίνας πλήρωσαν αφού κατάφεραν να εξασφαλίσουν βραχυπρόθεσμο δανεισμό.

Στη συνέχεια οι εταιρείες αυτές πούλησαν τις μετοχές σε διαφορετική θυγατρική της Deutsche Bank ενεργοποιώντας τη φορολογική υποχρέωση έναντι των αμερικανικών αρχών. Οι εταιρείες βιτρίνας με τα κέρδη από την πώληση των μετοχών αποπλήρωσαν τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που είχαν λάβει αλλά δεν τους είχαν μείνει κεφάλαια για να πληρώσουν τους φόρους που όφειλαν.

«Με μεταφορές περιουσιακών στοιχείων μέσω εταιρειών βιτρίνας η Deutsche Bank επιχείρησε να εξαφανίσει τις φορολογικές υποχρεώσεις που η ίδια είχε» υπογραμμίζει σε αναφορά του ο Μπχαράρα. «Η πρακτική αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι με εταιρείες βιτρίνας» προσέθεσε ο εισαγγελέας.

Σύμφωνα με τη δικαστική προσφυγή των αμερικανικών αρχών, τα 190 εκατ. δολάρια που ζητεί η Ουάσινγκτον αφορούν τους μη καταβεβλημένους φόρους, καθώς επίσης και πρόστιμα και τόκους.

Η εκπρόσωπος της Deutsche Bank Ρενέ Καλαμπρό, πάντως, σε γραπτή ανακοίνωσή της ισχυρίστηκε ότι η τράπεζα «έχει ρυθμίσει πλήρως» την υπόθεση το 2009 έπειτα από συμφωνία με τις αμερικανικές φορολογικές αρχές.

«Μετά τη ρύθμιση αυτή η αμερικανική κυβέρνηση εγκατέλειψε τη θεωρία ότι η τράπεζα έχει φορολογικές υποχρεώσεις. Αν και δεν έχει καταστεί σαφές σε μας γιατί η κυβέρνηση επανέρχεται για να ζητήσει τους φόρους που έχει ήδη εισπράξει, σχεδιάζουμε να υπερασπιστούμε και πάλι με σθένος τα συμφέροντά μας» προσέθεσε η Καλαμπρό.