Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, πριν από 25 χρόνια, έφερε ένα αιφνιδιαστικά χαρούμενο τέλος σε μια διαμάχη που θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε θερμοπυρηνική μάχη. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, πολλοί Αμερικανοί έφθασαν να πιστεύουν ότι το Τείχος έπεσε χάρη στην παρέμβαση του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν. Σε ομιλία του το 1987 μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, σε ένα διαιρεμένο Βερολίνο, είπε στους σοβιετικούς ηγέτες να «γκρεμίσουν αυτό το Τείχος» –και αυτό ακριβώς, μας λένε, έκαναν.

Η «ανάγνωση» αυτή είναι στην καλύτερη περίπτωση ατελής και στη χειρότερη επικίνδυνη. Το άνοιγμα του Τείχους του Βερολίνου, τη νύχτα της 9ης Νοεμβρίου του 1989, δεν ήταν προσχεδιασμένο. Για μεγάλο μέρος της χρονιάς εκείνης, η Ανατολική Γερμανία παρέμενε σχεδόν χωρίς δυνατότητα διαφυγής: ο τελευταίος φόνος από φρουρό στο Τείχος συνέβη τον Φεβρουάριο∙ ο τελευταίος θάνατος στη διάρκεια απόπειρας φυγής στα ευρύτερα ανατολικογερμανικά σύνορα, μόνο 10 ημέρες νωρίτερα.

Τι έκανε λοιπόν αυτά τα αυστηρά φρουρούμενα σύνορα να ανοίξουν κυριολεκτικά εν μια νυκτί; Η απάντηση έγκειται σε μια σειρά λαθών από τους ανατολικογερμανούς αξιωματούχους, τα οποία πέταξαν επικίνδυνες σπίθες στην ατμόσφαιρα του φθινοπώρου του 1989 –ήταν ήδη ιδιαίτερα τεταμένη λόγω της σύγκρουσης ανάμεσα στην άνοδο ενός ανατολικογερμανικού κινήματος αντίστασης και της κατάρρευσης του καθεστώτος.

Εκείνος που άνοιξε την πόρτα σε αυτά τα γεγονότα ήταν ο σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Στα τέσσερα χρόνια του στην εξουσία, είχε εφαρμόσει μια σειρά από κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις –αλλά για να ενισχύσει τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματός του, όχι να τον τερματίσει. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές έφεραν τους σκληροπυρηνικούς δικτάτορες της Ανατολικής Γερμανίας σε δύσκολη θέση. Ενιωσαν πως έπρεπε να κάνουν και εκείνοι κάποιου είδους υποχώρηση. Τα μέλη του Πολιτμπιρό στο Ανατολικό Βερολίνο αποφάσισαν να κάνουν ασήμαντες αλλαγές στους δρακόντειους ταξιδιωτικούς κανονισμούς του κράτους. Ηταν μια ψευδομεταρρύθμιση. Διαβάζοντας τη σχετική ανακοίνωση το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου, ο Γκίντερ Σαμπόφσκι τα έκανε θάλασσα. Αλλά ακόμη και αυτό το λάθος δεν ήταν υποχρεωτικό να αποδειχθεί μοιραίο: οι ένοπλοι φρουροί του καθεστώτος στέκονταν ακόμη στο Τείχος, με εντολές να κρατήσουν τις πύλες κλειστές.

Εκείνο που είχε αλλάξει ήταν η αυτοπεποίθηση των πολιτών. Το φθινόπωρο του 1989, το κίνημα διαμαρτυρίας είχε πια αποκτήσει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να εκμεταλλευθεί την ανικανότητα του καθεστώτος. Οι πολίτες ήδη γνώριζαν ότι οι Αρχές θα έκαναν πίσω: έναν μήνα νωρίτερα, ο όγκος των ειρηνικών διαδηλωτών στη Λειψία ήταν τόσο μεγάλος ώστε οι δυνάμεις ασφαλείας που, όπως γνωρίζουμε σήμερα, είχαν προετοιμάσει μια καταστολή τύπου Τιενανμέν είχαν κάνει πίσω. Και ήξεραν πως μπορούσαν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον. Αντιθέτως, τα αρχεία της Στάζι δείχνουν ότι τα μέλη του καθεστώτος δεν εμπιστεύονταν τους συναδέλφους τους, ούτε τους υφισταμένους τους –και πως αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης υπονόμευε σοβαρά την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την εντεινόμενη εξέγερση. Οταν λοιπόν δεκάδες χιλιάδες Βερολινέζοι κατευθύνθηκαν προς το Τείχος τα λεπτά που ακολούθησαν εκείνη τη μοιραία συνέντευξη Τύπου, ολόκληρο το σύστημα κατέρρευσε.

Η Μαίρη Ελίζ Σάροτ είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, λέκτορας στο Χάρβαρντ και συγγραφέας του βιβλίου «Η κατάρρευση: Το αθέλητο άνοιγμα του Τείχους του Βερολίνου»

«Αγωνιστήκαμε»

Οπως έχει δηλώσει μία άλλη ανατολικογερμανίδα διαφωνούσα, η Μαριάν Μπίρτλερ, οι Δυτικοί πιστεύουν πως «ήταν το άνοιγμα του Τείχους αυτό που μας έφερε την ελευθερία μας. Ισχύει όμως το ανάποδο. Πρώτα αγωνιστήκαμε για την ελευθερία μας και μετά, εξαιτίας αυτού, έπεσε το Τείχος».