Στις 12 Φεβρουαρίου του 1924 κυκλοφόρησε στο Μιλάνο από τον Αντόνιο Γκράμσι η «εφημερίδα των εργαζομένων και των αγροτών», το επίσημο όργανο του ιταλικού ΚΚ, σε περίπου 25.000 αντίτυπα. Τον Νοέμβριο της επόμενης χρονιάς η νομαρχία του Μιλάνου μπλόκαρε την έκδοση της «Ουνιτά» αλλά και της εφημερίδας «Αβάντι» του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Επειτα από την αποτυχημένη απόπειρα εις βάρος του Μπενίτο Μουσολίνι έναν χρόνο αργότερα, η κυκλοφορία της απαγορεύθηκε εντελώς. Το παράνομο φύλλο άρχισε να κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι στις αρχές του 1927. Επισήμως επανεκδόθηκε μετά την κατάληψη της Ρώμης από τους Συμμάχους, στις 6 Ιουνίου 1944. Μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή, το 1945, νέες τοπικές εκδόσεις ξεκίνησαν στο Μιλάνο, τη Γένοβα και το Τορίνο, με διάσημους φιλοσόφους και διανοητές να συμβάλλουν. Την ίδια χρονιά άρχισαν και οι περίφημες «γιορτές της Ουνιτά» σε διάφορες ιταλικές πόλεις.

Το 1957 οι τρεις τοπικές εκδόσεις ενώθηκαν σε μία, για τη Βόρεια Ιταλία. Το 1974 η κυκλοφορία της «Ουνιτά» έφθασε τα 240.000 αντίτυπα, όμως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 άρχισε να πέφτει, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού από τη νέα, αριστερή εφημερίδα «Ρεπούμπλικα». Το 1983 το κύρος της «Ουνιτά» δέχθηκε πλήγμα όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν πλαστό ένα έγγραφο που δημοσιοποίησε, κατηγορώντας τον Χριστιανοδημοκράτη υπουργό Βιντσέντσο Σκότι ότι ήταν συνεργάτης του αρχηγού της Καμόρα. Ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάσιμο ντ’ Αλέμα διετέλεσε διευθυντής σύνταξης της «Ουνιτά» έως τον Ιούλιο του 1990.