Οι ιδέες τού ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου ριζώνουν. Τα ποσοστά του αυξάνονται αλιεύοντας ψήφους από τον πιο κοντινό του αντίπαλο, τη γαλλική κεντροδεξιά Ενωση για ένα Λαϊκό Κίνημα (UMP). Την ίδια ώρα, ωστόσο, ένας στους δύο γάλλους ψηφοφόρους εκτιμά ότι το Εθνικό Μέτωπο «είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία και τη Γαλλία». Και οι δύο κατευθυντήριες γραμμές του, η έξοδος από το ευρώ και η «εθνική προτεραιότητα», απορρίπτονται σχεδόν μαζικά. Το πολιτικό παράδοξο της Γαλλίας αντανακλάται στο πρόσωπο της Μαρίν Λεπέν.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα δημοσκόπησης του ινστιτούτου TNS Sofres για την εικόνα του Εθνικού Μετώπου, η οποία διενεργήθηκε φέτος για λογαριασμό της εφημερίδας «Λε Μοντ», του ραδιοσταθμού France Info και του τηλεοπτικού σταθμού Canal+. Σύμφωνα με την έρευνα του γαλλικού ινστιτούτου, το οποίο παρακολουθεί την πορεία του κόμματος από το 1984, το Εθνικό Μέτωπο καταγράφει σήμερα ένα μεγάλο ρεκόρ: το 34% των Γάλλων που συμμετείχαν στη μελέτη «συμφωνεί με τις ιδέες του Εθνικού Μετώπου», ποσοστό αυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με τον χρόνο που πέρασε.

Για την ακρίβεια, η γαλλική Ακροδεξιά φαίνεται πως έχει πάρει την ανιούσα από τότε που ανέλαβε τα ηνία η Μαρίν Λεπέν, η οποία πάλεψε πολύ προκειμένου να αποτινάξει από πάνω της το ρατσιστικό προφίλ του πατέρα της και ιδρυτή τού κόμματος Ζαν-Μαρί Λεπέν. Η Λεπέν διαδέχθηκε τον πατέρα της στην ηγεσία του κόμματος τον Ιανουάριο του 2011. Οι προσπάθειές της έκτοτε να πλάσει μια «φυσιολογική εικόνα», αποδεκτή στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους, σήμερα αποδίδουν καρπούς. Η στήριξη στο Εθνικό Μέτωπο έχει αυξηθεί συνολικά 12 ποσοστιαίες μονάδες και το 46% των συμμετεχόντων θεωρεί ότι η 45χρονη Λεπέν αντιπροσωπεύει «πατριωτικές, συντηρητικές, παραδοσιακές αξίες».

Δημιουργείται λοιπόν ένα είδος τάσης, βάσει της οποίας όλο και μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος υιοθετεί διαφορετικές θέσεις του προγράμματος του Εθνικού Μετώπου: το ότι «δεν αισθάνεται πλέον σπίτι του τη Γαλλία», την υπεράσπιση των «παραδοσιακών αξιών», την αξίωση μιας «πιο αυστηρής Δικαιοσύνης». Από την άλλη πλευρά, είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι η Λεπέν είναι σε θέση να θεραπεύσει τις πληγές της Γαλλίας –το 35% απάντησε ότι, αν και συμφωνεί με την κριτική της, δεν πιστεύει ότι μπορεί να λύσει τα προβλήματα της χώρας. Συνεπώς, από τη νέα τάση ωφελημένη προκύπτει κυρίως η ίδια η Λεπέν. Το 54% των ερωτηθέντων αντιμετωπίζει το «φαινόμενο» Εθνικό Μέτωπο απλώς ως ένα κόμμα που συγκεντρώνει τις ψήφους της αντιπολίτευσης, ενώ το 43% εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη Λεπέν ως επικεφαλής «της εθνικιστικής, ξενοφοβικής Ακροδεξιάς».

Πώς εξηγούνται τα αντικρουόμενα αποτελέσματα της έρευνας; Η ηγέτις του Εθνικού Μετώπου, εξηγούν οι ερευνητές, κατάφερε να εξισορροπήσει την προσωπική της εικόνα, όχι όμως και του κόμματος. Αυτό, εκτιμούν πολιτικοί αναλυτές, θα μπορούσε να είναι και ο λόγος που η Λεπέν θα προχωρούσε σε αλλαγή του ονόματος του Εθνικού Μετώπου. Με αυτόν τον τρόπο, προσθέτουν, το κόμμα θα γυρνούσε σελίδα στις προκλήσεις του ιδρυτή του, προβάλλοντας παράλληλα το προφίλ μιας ηγέτιδος που ενσαρκώνει τις βασικές ιδέες του και φέρει ένα πατρώνυμο-σήμα κατατεθέν του.

Σε κάθε περίπτωση, δύο θεμελιώδη σημεία του προγράμματος της Λεπέν δεν πείθουν τους Γάλλους. Το 64% των ερωτηθέντων διαφωνεί κάθετα με την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την επιστροφή της στο φράγκο, σε αντίθεση με το 29%. Ομοίως, ένα 72% αντιτίθεται στην «εθνική προτεραιότητα» σε θέματα εργασίας, έναντι 24% που τάσσονται υπέρ ενός τέτοιου μέτρου. Οσον αφορά το επίμαχο ζήτημα του γάμου των ομοφυλοφίλων, ο οποίος νομιμοποιήθηκε πέρυσι και υπήρξε από τους ακρογωνιαίους λίθους του προεκλογικού προγράμματος του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ, οι ακροδεξιοί ψηφοφόροι παρουσιάζονται διχασμένοι. Αν και ένα μεγάλο ποσοστό τάσσεται κατά, τόσο του λεγόμενου «γάμου για όλους» όσο και της δυνατότητας υιοθεσίας που δίνει στα ομόφυλα ζευγάρια, ένα διόλου ευκαταφρόνητο 37% στηρίζει τον νέο νόμο. Τα ποσοστά αυτά δικαιώνουν, εκ των υστέρων, τη Λεπέν, η οποία είχε αρνηθεί από την αρχή να εμπλακεί σε όλη αυτή τη διαμάχη.

Η έρευνα του Ινστιτούτου TNS Sofres βασίστηκε σε προσωπικές συνεντεύξεις με 1.061 ανθρώπους την περίοδο 31 Ιανουαρίου – 3 Φεβρουαρίου, με τη μέθοδο των ποσοστώσεων