Εφυγε από τη ζωή το Σάββατο ο πρώην Πρωθυπουργός του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν.

Ο Σαρόν θα κηδευτεί δημοσία δαπάνη κοντά στο κτήμα του στο νότιο Ισραήλ την Δευτέρα. Η σορός του Σαρόν πρόκειται να εκτεθεί σε δημόσιο προσκύνημα στην Κνέσετ, την βουλή του Ισραήλ, από το πρωί της Κυριακής.

Στην κηδεία του αναμένεται να παραστούν πολλοί εν ενεργεία και πρώην αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι θα ηγηθεί προσωπικά της αντιπροσωπείας της χώρας του η οποία θα παραστεί στην κηδεία του Σαρόν.

«Εκφράζουμε τα συλλυπητήριά μας στην οικογένειά του και στο αγαπημένο του έθνος του Ισραήλ. Θα ηγηθώ της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ στην κηδεία του, για να υποβάλλω τα σέβη μας στον εκλιπόντα και να τιμήσω την ακλόνητη συμμαχία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ισραήλ», ανέφερε ο αμερικανός αντιπρόεδρος.

Ο Σαρόν είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί πλάι στη σύζυγό του Λίλι, η οποία είχε πεθάνει από καρκίνο το 2000.

Βάσει του Εβραϊκού νόμου η ταφή του νεκρού οφείλει να γίνεται το συντομότερο δυνατόν.

Αντικρουόμενες απόψεις

Για τους οπαδούς του, ο Σαρόν ήταν ο ήρωας πολέμου που δεν έκανε καμία υποχώρηση στους Αραβες, προκειμένου να προασπίσει τα εθνικά συμφέροντα. Για τους Παλαιστινίους και τους φιλειρηνιστές Ισραηλινούς ήταν ένας ταύρος εν υαλοπωλείω. Ο ίδιος, πάντως, χαρακτήριζε τον εαυτό του οπαδό της ισραηλινής ρεάλ πολιτίκ.

Η είδηση του θανάτου του Αριέλ Σαρόν, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε διαφορετικά σχόλια στη Μέση Ανατολή.

«Ο αγαπημένος μου φίλος Αρίκ (υποκοριστικό του Αριέλ) Σαρόν έχασε σήμερα την τελευταία μάχη», σημείωσε ο πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες σε ανακοίνωση που εξέδωσε.

«Ο Αρίκ ήταν ένας θαρραλέος στρατιώτης και ένας τολμηρός ηγέτης που αγαπούσε το έθνος του και αγαπιόταν από το έθνος του» πρόσθεσε.

Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου έκανε λόγο για έναν θαρραλέο πολεμιστή, η μνήμη του οποίου θα μείνει χαραγμένη στην καρδιά του έθνους.

«Το Κράτος του Ισραήλ υποκλίνεται μπροστά στην απώλεια του πρώην πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν» αναφέρει ο Νετανιάχου, εκφράζοντας τη βαθιά του οδύνη.

«Ηταν ένας θαρραλέος πολεμιστής και ένας σπουδαίος στρατιωτικός ηγέτης, ένας από τους πιο σπουδαίους των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων.

» Και όταν αποστρατεύτηκε συνέχισε να εργάζεται για το Ισραήλ, παίζοντας σημαντικό ρόλο σε πολλές κυβερνήσεις και βεβαίως ως ο 11ος πρωθυπουργός του Ισραήλ» καταλήγει στην ανακοίνωσή του.

Ο υπουργός Αμυνας Μοσέ Γιαλόν, ο οποίος ήταν αντίθετος στην αποχώρηση από την Λωρίδα της Γάζας για την οποία είχε δώσει εντολή ο Σαρόν το 2005, στάθηκε ιδιαίτερα στην εμπειρία και τις ηγετικές ικανότητες του Σαρόν, «παρά τις διαφορές απόψεων» που είχαν μεταξύ τους.

Διαφορετικά ήταν τα συναισθήματα στα Παλαιστινιακά Εδάφη. Κορυφαίοι αξιωματούχοι εξέφρασαν τη λύπη τους που ο Σαρόν δεν οδηγήθηκε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για Εγκλήματα Πολέμου.

Ο Σάμι Αμπού Ζούχρι, εκπρόσωπος της Χαμάς, η οποία βρίσκεται στην εξουσία στη Γάζα, υπογράμμισε σε ανακοίνωση που εξέδωσε ότι ο θάνατος του Σαρόν αποτελεί «το παράδειγμα για όλους τους τυράννους».

Ο λαός μας ζει μια ιστορική στιγμή με τον χαμό αυτού του εγκληματία τα χέρια του οποίου ήταν γεμάτα με το αίμα των Παλαιστινίων και των ηγετών τους, δήλωσε ο εκπρόσωπος της Χαμάς, ο ιδρυτής της οποίας, ο Άχμαντ Γιασίν, δολοφονήθηκε το 2004 από τον ισραηλινό στρατό κατόπιν εντολής του Σαρόν.

Ποιος ήταν

Γεννήθηκε το 1928 στην υπό βρετανική κατοχή Παλαιστίνη και σε ηλικία μόλις 14 ετών εντάχθηκε στη Χαγκάνα, την εβραϊκή αντίσταση, και σε εβραϊκές ομάδες κρούσεις των παλαιστινιακών επιθέσεων.

Με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948 ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα και γρήγορα έγινε γνωστός για τη σκληρότητα με την οποία πολεμούσε. Πράγματι, το όνομά του είχε ξεχωρίσει από νωρίς και οι πολεμικές του αρετές δοκιμάστηκαν τόσο το 1953, όταν ήταν διοικητής των στατευμάτων που εισέβαλαν στην Ιορδανία, όσο και το 1956 στο Σινά με την κρίση στο Σουέζ, το 1967 με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών και το 1973 με τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.

Το 1972 παραιτήθηκε από το στράτευμα, αλλά ένα χρόνο αργότερα, μόλις ξέσπασε ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, επέστρεψε με το βαθμό του αντιστράτηγου. Τα στρατεύματα που είχε υπό τις διαταγές του ήταν αυτά που εξουδετέρωσαν την τρίτη αιγυπτιακή στρατιά, γεγονός που σηματοδότησε και το τέλος του κρίσιμου αυτού πολέμου. Ο αντίκτυπος που είχε το κατόρθωμά του αυτό ήταν συγκλονιστικός στην κοινή γνώμη του Ισραήλ.

Επωφελούμενος από την υψηλή δημοτικότητά του, εμπλέκεται στην πολιτική ως συνιδρυτής του Λικούντ και ως βουλευτής στην Κνεσέτ.

Από το βουλευτικό του αξίωμα παραιτήθηκε το 1974, προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα συμβούλου σε θέματα ασφαλείας του πρωθυπουργού των Εργατικών Γιτζχάκ Ράμπιν. Με το σχηματισμό της κυβέρνησης του Χερούτ/Λικούντ υπό τον Μεναχέμ Μπέγκιν το 1977, ο Σαρόν αναλαμβάνει το υπουργείο Γεωργίας και την προεδρία του συμβουλίου υπουργών για τους εποικισμούς.

Από τη θέση αυτή κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να αυξήσει τους εποικισμούς στα Κατεχόμενα. Όταν πλέον αναλαμβάνει το υπουργείο Οικισμού, γίνεται η ατμομηχανή πίσω από το μεγαλύτερο κύμα Εβραίων εποίκων που εγκαταστάθηκαν ποτέ στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας από το 1967, όταν το Ισραήλ κατέλαβε τα εδάφη αυτά.

Για το λόγο αυτόν και για το γεγονός ότι σταθερά και πεισματικά αρνείται οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση, οι έποικοι τον λατρεύουν. Από το 1981 έως το 1983 ηγείται του υπουργείου Αμυνας (περίοδος της εισβολής στο Λίβανο). Την περίοδο 1984 – 1990 (εποχή συγκυβέρνησης Λικούντ – Εργατικών έως το 1986 και στη συνέχεια κυβέρνηση Σαμίρ) υπηρέτησε ως υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου και τη διετία 1990 – 1992, λίγο πριν χάσει τις εκλογές ο Σαμίρ από τον Ράμπιν, διετέλεσε ξανά υπουργός Οικισμού.

Ως υπουργός Αμυνας το 1982 ο Σαρόν ήταν αυτός που ενορχήστρωσε την εισβολή στο Λίβανο, μια στρατιωτική επιχείρηση κατά την οποία σκοτώθηκαν εκατοντάδες άμαχοι Λιβανέζοι, προκειμένου να επιτευχθεί ο στρατιωτικός στόχος της εξολόθρευσης των ανταρτών της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στην περιοχή. Παρά τις διαταγές που είχε λάβει τότε, ο Σαρόν οδήγησε τα στρατεύματά του λίγο έξω από τη Βηρυτό. Η αποστολή είχε επιτύχει: η ΟΑΠ ξεριζώθηκε από το Λίβανο και οι επιθέσεις εναντίον του βόρειου Ισραήλ είχαν μειωθεί.

Το στίγμα, όμως, που θα ακολουθεί αυτόν το σκληρό στρατιωτικό για πάντα στη ζωή του ήταν το γεγονός ότι φέρει τεράστιες ευθύνες για τη διήμερη σφαγή, από τις 16 έως τις 18 Σεπτεμβρίου του 1982, 2.500 Παλαιστίνιων αμάχων στα προσφυγικά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα, λίγο έξω από τη Βηρυτό, από τις ορδές των Λιβανέζων χριστιανών Φαλαγγιτών που συνεργάζονταν με το Ισραήλ. Το γεγονός αυτό δεν είχε συγκλονίσει μόνο το Ισραήλ αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Ο Σαρόν απαλλάχθηκε των καθηκόντων του και το θέμα άρχισε να ερευνάται.

Από την επίσημη στρατιωτική έρευνα που διατάχθηκε στη συνέχεια προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες, ο Σαρόν έμεινε με το στίγμα του ανθρώπου που ήταν έμμεσα υπεύθυνος για τις δολοφονίες, επειδή δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τους διψασμένους για αίμα παραστρατιωτικούς να μπουν στα στρατόπεδα και να εκδικηθούν τη δολοφονία του ηγέτη τους, Μπασίρ Τζεμαγιέλ. Η σφαγή όμως κάθε άλλο παρά μείωσε τη δημοτικότητα του Σαρόν στους κύκλους των φανατικών και των εθνικιστών Ισραηλινών.

Εκείνη την εποχή, το κλίμα εντός του Λικούντ ήταν σαφώς θετικό για τον Σαρόν, ο οποίος απλώς περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Μόλις το Λικούντ υπό τον Νετανιάχου έρχεται πάλι στην εξουσία το 1996, ο νέος πρωθυπουργός εκλιπαρεί σχεδόν τον Σαρόν να ενταχθεί στην κυβέρνησή του. Του προσφέρει το περιζήτητο υπουργείο Εξωτερικών το 1998, πλέκοντάς του το εγκώμιο, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο Αριέλ Σαρόν.

Η κατάλληλη στιγμή έρχεται όταν ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου αναγκάζεται να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος το Μάιο του 1999, υπό το βάρος κατηγοριών για διαφθορά. Ως ηγέτης πλέον του Λικούντ στην αντιπολίτευση, ο Αριέλ Σαρόν φροντίζει να κάνει τη ζωή του Εχούντ Μπαράκ δύσκολη.

Το αποκορύφωμα των «τρικλοποδιών» που έβαλε στον πρωθυπουργό Μπαράκ και την κυβέρνησή του ήταν, πάντως, το Σεπτέμβριο του 2000. Στις 28 Σεπτεμβρίου, τη στιγμή που η κυβέρνηση διεξήγαγε δύσκολες και επίπονες διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστινίους, αυτός αποφάσισε να επισκεφθεί το Όρος του Ναού (Χαράμ αλ-Σαρίφ για τους μουσουλμάνους), μια περιοχή στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, την οποία οι μουσουλμάνοι θεωρούν αποκλειστικά δική τους, καθώς σε αυτή βρίσκεται το τέμενος Αλ-Ακσά, ο τρίτος ιερότερος τόπος του Ισλάμ, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Το ίδιο ιερός είναι, βέβαια, ο χώρος και για τους εβραίους, καθώς εκεί είναι θαμμένα τα θεμέλια του ναού του Σολομώντα.

Η επίσκεψη πυροδότησε ταραχές απίστευτης έκτασης, που γρήγορα εξαπλώθηκαν σε όλη την Παλαιστίνη και πήραν τη μορφή εξέγερσης. Η ειρηνευτική διαδικασία άρχισε να καταρρέει. Όπως είπε ο ίδιος, ο λόγος της επίσκεψής του σε ένα χώρο που είναι ανοικτός μόνο σε μουσουλμάνους ήταν να μεταφέρει το μήνυμα της ειρήνης! Για τον ίδιο, το ξέσπασμα της βίας ήταν κάτι το προμελετημένο και βασιζόταν σε σχέδιο της Παλαιστινιακής Αρχής του Γιασέρ Αραφάτ.

H κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαράκ, το 2001, οδηγεί σε εκλογές τις οποίες κερδίζει το Λικούντ. Ο Σαρόν αναλαμβάνει καθήκοντα πρωθυπουργού μέχρι το 2006. Ως πρωθυπουργός, στα μέσα του 2005, προχώρησε σε μονομερή απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων και εποίκων από τη Λωρίδα της Γάζας -απροσδόκητη κίνηση για έναν πολιτικό «γεράκι» που είχε κρατήσει σκληρή στάση στο Παλαιστινιακό.

Στις 4 Ιανουαρίου του 2006 και ενώ η επανεκλογή του εθεωρείτο σίγουρη υπέστη ισχυρό αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Όταν έπεσε σε κώμα το 2006, το Καντίμα, το κεντρώο κόμμα που ο ίδιος είχε σχηματίσει μετά την απομάκρυνσή του από το Λικούντ, όδευε προς σίγουρη νίκη. Λόγω της κατάστασης, τα ηνία ανέλαβε ο στενός του σύμμαχος Εχούντ Ολμέρτ, που έγινε πρωθυπουργός στα μέσα του 2006 με την ανάδειξη του Καντίμα σε πρώτο κόμμα στην Κνεσέτ.

Σε κωματώδη κατάσταση, ο Σαρόν νοσηλεύτηκε αρχικά σε νοσοκομείο της Ιερουσαλήμ πριν μεταφερθεί στη μονάδα μακράς θεραπείας του νοσοκομείου Τελ Χάσομερ. Με την εξαίρεση μία σύντομης διακοπής για κατ’ οίκον νοσηλεία, παρέμεινε έκτοτε σε εκείνη τη μονάδα. Οι οικείοι του ανέφεραν ότι λίγες φορές άνοιξε τα μάτια του και κούνησε τα δάχτυλά του.